Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Το μονοπάτι ...

Οι βροχές είχαν αφήσει τον ουρανό καθαρό. Η αιωρούμενη ομίχλη είχε διαλυθεί, και ο ουρανός ήταν διαυγής και έντονα γαλάζιος. Οι σκιές ήταν έντονες και βαθιές, και ψηλά πάνω από τον λόφο μια στήλη καπνού ανέβαινε κατακόρυφα. Έκαιγαν κάτι εκεί, και μπορούσες να ακούσεις τις φωνές τους.

Το μικρό σπίτι ήταν σε μια πλαγιά, αλλά προφυλαγμένο, με ένα δικό του μικρό κήπο που τον φρόντιζαν με πολύ αγάπη. Αλλά αυτό το πρωινό ήταν μέρος της όλης ύπαρξης, και ο τοίχος γύρω από τον κήπο φαινόταν τόσο άχρηστος. Στον τοίχο σκαρφάλωναν τ’ αναρριχόμενα, κρύβοντας τους βράχους που εδώ κι εκεί όμως ακόμα φαίνονταν. Ήταν όμορφοι βράχοι, πλυμένοι από πολλές βροχές, και είχαν πάνω τους ένα στρώμα γκριζοπράσινης μούχλας. Πέρα από τον τοίχο υπήρχε ερημιά και κατά κάποιον τρόπο κι εκείνη η ερημιά ήταν μέρος του κήπου.

Από την πόρτα του κήπου ένα μονοπάτι έφερνε ως το χωριό, που είχε μια ερειπωμένη εκκλησία κι ένα κοιμητήρι πίσω της. Πολλοί λίγοι έρχονταν στην εκκλησία, ακόμα και τις Κυριακές, συνήθως ηλικιωμένοι, και τις καθημερινές κανείς δεν πατούσε εκεί, γιατί το χωριό είχε άλλες διασκεδάσεις.

Πέρα από το χωριό ένα άλλο μονοπάτι οδηγούσε προς τα δεξιά, απαλά ανηφορίζοντας τον λόφο. Σ’ αυτό το μονοπάτι πότε – πότε, συναντούσες κανένα χωρικό που κουβαλούσε κάτι, και με έναν άηχο χαιρετισμό σε προσπερνούσε.


Στην άλλη πλευρά του λόφου, το μονοπάτι κατηφόριζε προς ένα πυκνό δάσος που ο ήλιος ποτέ δεν το διαπερνούσε. Πηγαίνοντας από το λαμπερό ηλιόφως στην δροσερή σκιά του δάσους, ήταν σαν μια μυητική πορεία. Κανείς δεν φαινόταν να περνάει από αυτόν τον δρόμο, και το δάσος ήταν ερημικό. Το σκούρο πράσινο του πυκνού φυλλώματος ήταν μια αναζωογόνηση στα μάτια και στον νου. Καθόσουν εκεί σε τέλεια σιωπή. Ακόμα και ο αέρας ήταν ήσυχος, ούτε φύλλο δεν σάλευε, και υπήρχε εκείνη η παράξενη ησυχία που έρχεται στους τόπους που δεν συχνάζουν άνθρωποι. Ένας σκύλος γαύγισε πέρα μακριά, κι ένα μικρό αγριογούρουνο διέσχισε το μονοπάτι νωχελικά.