Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Το αίσθημα του ανικανοποίητου ...

Το άτομο έχει τεράστια σημασία, παρ’ όλο που η κοινωνία, οι θρησκείες, οι κυβερνήσεις δεν αναγνωρίζουν αυτό το γεγονός. Ο άνθρωπος, το άτομο, είναι πολύ σημαντικός, γιατί είναι το μόνο μέσο απ’ όπου μπορεί να έλθει εκείνη η εκρηκτική δημιουργικότητα της Πραγματικότητας. Εσείς οι ίδιοι είστε το περιβάλλον στο οποίο η Πραγματικότητα μπορεί να γεννηθεί. Αλλά θα έχετε παρατηρήσει ότι όλες οι κυβερνήσεις, όλες οι οργανωμένες θρησκείες και κοινωνίες, παρ’ όλο που υποστηρίζουν την σπουδαιότητα του ατόμου, προσπαθούν να εξαφανίσουν τους ατομικούς πυρήνες, το αίσθημα της ατομικότητας, γιατί θέλουν να υπάρχει το αίσθημα της συλλογικότητας, επειδή θέλουν μαζικές αντιδράσεις για να τις ελέγχουν. Αλλά ο νους που είναι οργανωμένος σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο πρότυπο πίστης, που τον βαραίνουν τα έθιμα, οι παραδόσεις, οι γνώσεις, δεν είναι ένας ατομικός νους. Ένας ατομικός νους μπορεί να υπάρξει μόνο όταν παραμερίσεις – σκόπιμα, συνειδητά, με αίσθημα – όλες αυτές τις επιρροές, επειδή έχεις κατανοήσει την σημασία τους, την επιφανειακή τους αξία. Μόνο τότε υπάρχει ένας ατομικός δημιουργικός νους.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωριστεί ο άνθρωπος ως άτομο από την μάζα, κι όμως χωρίς αυτό τον διαχωρισμό η επαφή με την Πραγματικότητα δεν είναι δυνατή. Η αληθινή ατομικότητα λοιπόν, δεν υπάρχει στο άτομο που απλώς έχει το δικό του όνομα, ορισμένες συναισθηματικές αντιδράσεις, ορισμένες συνήθειες, κάποια ιδιοκτησία και λοιπά, αλλά αληθινό άτομο είναι εκείνο που πασχίζει να ξεπεράσει την σύγχυση των ιδεών, το τέλμα της παράδοσης – είναι εκείνο που τα παραμερίζει όλα αυτά και προσπαθεί να βρει την αιτία, τον πυρήνα, το κέντρο της ανθρώπινης δυστυχίας. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν καταφεύγει στα βιβλία, στην αυθεντία, στα γνωστά ήθη, αλλά τα παρατάει όλα αυτά και αρχίζει να ερευνά – αυτός ο άνθρωπος είναι ένα πραγματικό άτομο, ένας άνθρωπος με πραγματική ατομικότητα, που δεν σημαίνει εγωκεντρισμό. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς επαναλαμβάνουμε, αποδεχόμαστε, συμμορφωνόμαστε, μιμούμαστε, υπακούμε, γιατί για εμάς η υπακοή έχει γίνει κανόνας – η υπακοή στο σπίτι, η υπακοή στο βιβλίο, η υπακοή στον δάσκαλο και λοιπά. Με την υπακοή νιώθουμε ότι υπάρχει ασφάλεια, σιγουριά. Αλλά η ζωή στην πράξη δεν είναι ασφαλής, η ζωή δεν έχει ποτέ ασφάλεια, αντίθετα είναι το πιο αβέβαιο πράγμα. Και επειδή είναι αβέβαιη, είναι επίσης βαθιά, πλούσια και απέραντη. Αλλά ο νους με την αναζήτησή του ψάχνει να βρει σιγουριά και ασφάλεια, κι έτσι υπακούει, συμμορφώνεται και μιμείται. Και ένας τέτοιος νους δεν είναι καθόλου ατομικός νους.

Οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε ανεξάρτητα άτομα, παρ’ όλο που ο καθένας μας έχει το δικό του όνομα, την δική του μορφή, γιατί εσωτερικά η κατάσταση του νου μας είναι δεμένη με τον χρόνο, φορτωμένη με έθιμα, με παραδόσεις και με την εξουσία – την εξουσία της κυβέρνησης, την εξουσία της κοινωνίας, την εξουσία της θρησκείας, την εξουσία στο σπίτι. Ένας τέτοιος νους δεν έχει ατομικότητα, δεν είναι ένας ατομικός νους – ο ατομικός νους είναι έξω από όλα αυτά – δεν είναι μέσα στα κοινωνικά πρότυπα. Ο ατομικός νους δεν επαναστατεί, εξεγείρεται, κι έτσι δεν επιδιώκει την ασφάλεια. Ο επαναστατικός νους δεν είναι ο νους που εξεγείρεται. Ο επαναστατικός νους απλώς θέλει να αλλάξει τα πράγματα σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο, και ένας τέτοιος νους δεν είναι εξεγερμένος νους, δεν είναι ένας νους που είναι ο ίδιος μέσα του ανικανοποίητος.

Δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει τι εξαιρετικό πράγμα είναι η αίσθηση του ανικανοποίητου. Πρέπει να ξέρετε πολλούς νέους ανθρώπους που είναι ανικανοποίητοι. Δεν ξέρουν τι να κάνουν, είναι δυστυχισμένοι, λυπημένοι, επαναστατημένοι, αναζητάνε το ένα, δοκιμάζουν το άλλο, κάνουν ατελείωτες ερωτήσεις. Αλλά καθώς μεγαλώνουν, βρίσκουν μία δουλειά, παντρεύονται, κι αυτό είναι το τέλος της ιστορίας. Το βαθύ αίσθημα του ανικανοποίητου μπαίνει σε ένα κανάλι και τότε αρχίζει η δυστυχία. Όταν είναι νέοι, οι γονείς τους, οι δάσκαλοι, η κοινωνία, όλοι τους λένε να μην είναι ανικανοποίητοι, να ανακαλύψουν τι θέλουν να κάνουν και να το κάνουν, αλλά πάντα μέσα στο μοντέλο της κοινωνίας. Ένας τέτοιος νους δεν είναι αληθινά εξεγερμένος, και χρειάζεσαι έναν πραγματικά εξεγερμένο νου για να βρεις την αλήθεια, όχι έναν συμμορφωμένο νου. Εξέγερση σημαίνει πάθος.

Όσο είμαστε νέοι είναι ο καιρός για να νιώθουμε ανικανοποίητοι, όχι μόνο με τον εαυτό μας αλλά και με ότι γίνεται γύρω μας. Τότε είναι που πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε καθαρά και χωρίς προκατάληψη, έτσι ώστε να μην έχουμε ψυχολογικές εξαρτήσεις και φόβους. Και παρ’ όλο που εξωτερικά, σε πρακτικά θέματα, μπορεί να εξαρτιόμαστε ο ένας από τον άλλο, αυτή η αμοιβαία εξάρτηση δεν γίνεται ποτέ βασανιστική, αν είμαστε μέσα μας ελεύθεροι από τον φόβο, από την δίψα για δύναμη, για κοινωνική αναγνώριση και για εξουσία. Πρέπει να κατανοήσουμε το αίσθημα του ανικανοποίητου, που οι περισσότεροι από εμάς το φοβόμαστε. Το αίσθημα του ανικανοποίητου μπορεί να φέρνει κάτι που μοιάζει με κοινωνική αταξία, αλλά αν μας οδηγεί – όπως θα πρέπει, σ’ αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν «γνώθι σαυτόν», στην γνώση δηλαδή, του εαυτού μας, και στην εγκατάλειψη του εγωκεντρισμού μας, τότε θα δημιουργήσει μια νέα τάξη στην κοινωνία και παντοτινή ειρήνη. Με την εγκατάλειψη του εγωκεντρισμού έρχεται αμέτρητη χαρά.

Το αίσθημα του ανικανοποίητου είναι εργαλείο εσωτερικής ελευθερίας, αλλά για να ερευνά κανείς χωρίς προκαταλήψεις δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου η σπατάλη αισθημάτων που γίνεται συχνά με την συμμετοχή σε πολιτικές συγκεντρώσεις, με το να κραυγάζεις διάφορα συνθήματα, με την αναζήτηση ενός δάσκαλου ή κάποιου πνευματικού διδασκάλου και με θρησκευτικές τελετουργίες διαφόρων ειδών. Αυτή η σπατάλη αισθήματος εξασθενίζει την οξύτητα του νου και της καρδιάς και χάνουν την ικανότητα για «εν – όραση» (δηλαδή για άμεση, βαθιά, στιγμιαία αντίληψη με την καρδιά κι όχι με το μυαλό), οπότε μπορούν εύκολα να διαμορφωθούν από τις περιστάσεις και από τον φόβο. Η φλογερή επιθυμία για έρευνα είναι εκείνη που θα φέρει μια καινούρια κατανόηση των δρόμων που ακολουθεί η ζωή και όχι η εύκολη μίμηση του πλήθους.

Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να γίνετε ένα «άτομο», και η ατομικότητα υπάρχει μόνο μέσω της αυτογνωσίας – γνωρίζοντας τον εαυτό σας, γνωρίζοντας γιατί μιμείστε, γιατί συμμορφώνεστε, γιατί υπακούτε. Υπακούτε εξαιτίας του φόβου, έτσι δεν είναι; Επειδή θέλετε να είστε ασφαλείς συμμορφώνεστε, για να έχετε περισσότερη δύναμη, περισσότερα χρήματα, ή το ένα ή το άλλο. Αλλά για να βρείτε αν υπάρχει ή δεν υπάρχει εκείνη η Πραγματικότητα, πρέπει να είστε ένα άτομο που είναι νεκρό ως προς το παρελθόν, που είναι νεκρό ως προς τις γνώσεις, νεκρό ως προς τις εμπειρίες – πρέπει να υπάρχει ένας νους που να είναι ολότελα, εντελώς νέος, φρέσκος, αθώος. Θρησκεία είναι η ανακάλυψη εκείνου που είναι πραγματικό, που σημαίνει ότι εσείς πρέπει να το βρείτε, και όχι να ακολουθήσετε κάποιον που λέει ότι το έχει βρει και θέλει να σας μιλήσει γι’ αυτό. Πρέπει να υπάρχει ένας νους που είναι ανοιχτός και δέχεται εκείνη την Πραγματικότητα, κι όχι ένας νους που απλώς δέχεται την Πραγματικότητα στα λόγια και συμμορφώνεται με την ιδέα της Πραγματικότητας ελπίζοντας έτσι να είναι ασφαλής.

Υπάρχει λοιπόν, διαφορά ανάμεσα στο «ξέρω» και στο «νιώθω», και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να το κατανοήσετε αυτό. Για εμάς οι εξηγήσεις είναι επαρκείς, δηλαδή το «να ξέρουμε». Λέμε: «Ξέρω ότι είμαι φιλόδοξος, ξέρω ότι είμαι άπληστος, ξέρω ότι μισώ», αλλά αυτή η γνώση δεν σημαίνει ότι είμαστε ελεύθεροι από το γεγονός που ξέρουμε. Μπορεί να ξέρεις ότι μισείς, αλλά το πραγματικό συναίσθημα του μίσους και η ελευθερία από αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την λογική αναζήτηση της εξήγησης και της αιτίας του. Δηλαδή, το να ξέρω ότι είμαι χοντροκέφαλος, ανόητος και το να έχω συνειδητή επίγνωση της αίσθησης της χοντροκεφαλιάς και της ανοησίας μου είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Το να νιώθεις κάτι συνεπάγεται πολλή ζωτικότητα, πολλή δύναμη και σφρίγος – ενώ απλώς το να ξέρεις είναι μόνο μια μερική προσέγγιση της ζωής, δεν είναι μια ολική προσέγγιση. Είστε άνθρωποι της πόλης και είστε τόσο απασχολημένοι με τον εαυτό σας, με την πρόοδο σας, με την επιτυχία σας, με τις φιλοδοξίες σας, τις ζήλιες σας, τους ηγέτες σας, τους υπουργούς σας και όλα τα υπόλοιπα αυτής της ανοησίας. Είναι τραγικό γιατί αν ξέρατε πώς να νιώθετε βαθιά τότε θα είχατε άφθονη συμπόνια – τότε θα κάνατε κάτι, θα ενεργούσατε με όλο σας το είναι – αλλά αν απλώς ξέρετε ότι υπάρχει φτώχεια, είτε απλώς εργάζεστε με την λογική να απομακρύνετε την φτώχεια, είτε ως ένας κυβερνητικός αξιωματούχος είτε ως ένας μεταρρυθμιστής της πόλης, χωρίς αίσθημα, οπότε ότι κάνετε έχει πολύ μικρή σημασία.

Το πάθος ξέρετε, είναι απαραίτητο για να κατανοήσεις την αλήθεια – χρησιμοποιώ την λέξη «πάθος» με την πλήρη σημασία της – γιατί είναι βασικό να αισθάνεσαι έντονα, να αισθάνεσαι βαθιά, με όλο σου το είναι. Διαφορετικά εκείνο το παράξενο πράγμα που ονομάζεται Πραγματικότητα δεν θα έλθει ποτέ σ’ εσένα. Αλλά οι θρησκείες σας, οι άγιοι σας, σας λένε ότι δεν πρέπει να έχετε επιθυμίες, πρέπει να τις ελέγχετε, να τις καταπιέζετε, να τις υπερνικάτε, να τις καταστρέφετε, πράγμα που σημαίνει ότι φτάνετε στην αλήθεια εξαντλημένοι, εξουθενωμένοι, κενοί, νεκροί. Πρέπει να έχεις πάθος για να συναντήσεις αυτό το παράξενο πράγμα που ονομάζεται ζωή, και δεν μπορείς να έχεις πάθος, έντονα αισθήματα, αν υπνωτίζεσαι από την κοινωνία, από τις παραδόσεις, αν έχεις εμπλακεί σε κάποια πίστη, σε δόγματα, σε τελετουργικά. Οπότε, για να κατανοήσουμε εκείνο το φως, εκείνη την αλήθεια, εκείνη την απροσμέτρητη Πραγματικότητα, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που ονομάζουμε θρησκεία και να ελευθερωθούμε από αυτή – όχι λεκτικά, όχι λογικά, όχι μέσα από εξηγήσεις, αλλά να είμαστε πραγματικά ελεύθεροι – γιατί η ελευθερία – όχι η ελευθερία της λογικής σας, αλλά η πραγματική κατάσταση της ελευθερίας, χαρίζει ζωντάνια. Όταν έχετε περάσει από όλα αυτά τα σκουπίδια, όταν έχετε παραμερίσει όλα αυτά τα περίπλοκα, παραδοσιακά, μιμητικά πράγματα, τότε ο νους είναι ελεύθερος, τότε ο νους είναι άγρυπνος, τότε ο νους είναι παθιασμένος. Και μόνο ένας τέτοιος νους μπορεί να προχωρήσει.

Ας ανακαλύψουμε λοιπόν, τι εννοούμε με την θρησκεία ως άτομα – γιατί εσείς κι εγώ είμαστε που νοιαζόμαστε και όχι η μάζα, που πραγματικά δεν υπάρχει παρά σαν πολιτική έννοια και μόνο. Τι είναι η θρησκεία για τους περισσότερους από εμάς; Δεν είναι η πίστη σε κάτι, σε μια υπεράνθρωπη θεότητα που μας ελέγχει, μας πλάθει, μας δίνει ελπίδα και μας κατευθύνει; Και προσφέρουμε σε αυτή την οντότητα τις προσευχές μας, τις τελετουργίες μας – στο όνομά της θυσιάζουμε, προσευχόμαστε και παρακαλούμε, και την βλέπουμε ως «τον Πατέρα» μας που θα μας βοηθήσει στις δυσκολίες μας. Θρησκεία δεν είναι μόνο η ζωγραφισμένη εικόνα στον ναό, οι επιγραφές στο τζαμί ή ο σταυρός στην εκκλησία – δεν είναι μόνο η εικόνα που γίνεται με το χέρι, αλλά επίσης και η εικόνα που γίνεται με τον νου, η ιδέα. Οπότε για εμάς η θρησκεία είναι ένας τρόπος φυγής από την καθημερινή μας θλίψη, από την καθημερινή μας σύγχυση. Δεν κατανοούμε τις ανισότητες, τις αδικίες, τον θάνατο, την αδιάκοπη θλίψη, τους αγώνες, την απελπισία και την απόγνωση, οπότε καταφεύγουμε σε κάποιο Θεό, σε τελετουργικά, στην μάζα, σε προσευχές, και με αυτό τον τρόπο ελπίζουμε να βρούμε παρηγοριά, κάποια ανακούφιση. Και σε αυτή τη διαδικασία, οι άγιοι, οι φιλόσοφοι, τα βιβλία τους μας συντρίβουν με το βάρος των ιδιαίτερων ερμηνειών τους για τα έθιμα, την παράδοση. Αυτός είναι ο τρόπος ζωής – όσων από εμάς τον ακολουθούμε. Έτσι δεν είναι; Αν ψάξετε μέσα σας δεν θα συμφωνούσατε ότι αυτό είναι ένα γενικό περίγραμμα της θρησκείας; Είναι κάτι που φτιάχνεται από τον νου για την παρηγοριά του νου, όχι κάτι που χαρίζει μια πλούσια και ολοκληρωμένη ζωή ή πάθος για την ζωή. Το ξέρουμε λοιπόν, αυτό, αλλά και πάλι η γνώση και το συναίσθημα είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το να ξέρεις το ψεύτικο που υπάρχει στην οργανωμένη θρησκεία είναι ένα πράγμα, αλλά το να το δεις και να την παραμερίσεις, να την βάλεις στην άκρη, αυτό χρειάζεται αληθινό συναίσθημα μεγάλου βάθους. Το πρόβλημα λοιπόν – για το οποίο δεν υπάρχει εύκολη απάντηση – είναι πώς να αφήσεις κάτι, πώς να πεθάνεις ως προς αυτό – να πεθάνεις για όλες αυτές τις εξηγήσεις, για όλους αυτούς τους ψεύτικους θεούς – γιατί όλοι οι θεοί που φτιάχνονται με τον νου κι το χέρι είναι ψεύτικοι. Καμία εξήγηση δεν θα σας κάνει να πεθάνετε ως προς αυτό.

Τι σας κάνει λοιπόν, να πεθάνετε ως προς αυτά; Τι θα σας κάνει να πείτε: «Τα’ αφήνω πια;». Γενικά αφήνουμε κάτι προκειμένου να πάρουμε κάτι άλλο που θεωρούμε καλύτερο, και αυτό το ονομάζουμε απόρριψη. Αλλά σίγουρα αυτά δεν είναι απόρριψη. Να απορρίπτεις κάτι σημαίνει να το αφήνεις χωρίς να ξέρεις τι θα το αντικαταστήσει στο μέλλον, χωρίς να ξέρεις τι θα φέρει το αύριο. Αν εγκαταλείπεις κάτι γνωρίζοντας τι θα φέρει το αύριο, τότε αυτό είναι απλώς μία συναλλαγή, κάτι εμπορικό, δεν έχει καμία αξία. Όταν έρχεται ο φυσικός θάνατος δεν ξέρεις τι θα συμβεί στην συνέχεια – είναι τελειωτικό – το ίδιο είναι και ο θάνατος, η εγκατάλειψη, ο πλήρης παραμερισμός σε βάθος όλων αυτών που ονομάζουν θρησκεία, χωρίς να ξέρεις τι θα γίνει μετά – το έχετε δοκιμάσει ποτέ; Δεν ξέρω αν αυτό είναι πρόβλημα για εσάς, αλλά σίγουρα πρέπει να είναι πρόβλημα για όποιον βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση και έχει πλήρη επίγνωση της τεράστιας αδικίας που υπάρχει στον κόσμο – γιατί ο ένας έχει αυτοκίνητο και ο άλλος δεν έχει λεφτά ούτε για το λεωφορείο; Γιατί υπάρχουν πείνα, φτώχεια από τη μία και τεράστια πλούτη από την άλλη; Γιατί υπάρχει ο άνθρωπος που έχει δύναμη, εξουσία, κοινωνική θέση και χειρίζεται την δύναμη του με σκληρότητα; Γιατί πεθαίνει ένα παιδί; Γιατί υπάρχει παντού αυτή η αβάσταχτη δυστυχία; Ένας άνθρωπος που κάνει όλες αυτές τις ερωτήσεις πρέπει πραγματικά να φλέγεται από αυτές και όχι να τις δικαιολογεί με κάποια βλακώδη αιτία – οικονομική, κοινωνική ή πολιτική. Προφανώς ένας ξύπνιος άνθρωπος πρέπει να στραφεί σε κάτι πολύ πιο σημαντικό και βαθύ από τέτοιες απλές εξηγήσεις για τις αιτίες. Κι εδώ βρίσκεται η δυσκολία μας. Για να συνειδητοποιήσετε, για να νιώσετε βαθιά ότι υπάρχει αυτό το τεράστιο πρόβλημα που καμία απλή εξήγηση δεν μπορεί να σβήσει, το πρώτο και πιο σημαντικό πράγμα είναι να μην ικανοποιείστε με εξηγήσεις – να μην ικανοποιείστε με εξηγήσεις που δίνουν πανούργες φιλοσοφίες, όπως να μην ικανοποιείστε με το «αίτιο και αποτέλεσμα». Αν μπορέσετε να νιώσετε έτσι, τότε θα δείτε ότι γίνεται μία επανάσταση στον νου. Συνήθως, όταν κανείς δεν μπορεί να βρει μία απάντηση, μια λύση για την δυστυχία που υπάρχει στον κόσμο, γίνεται πικρόχολος, κυνικός, ή επινοεί μία φιλοσοφική θεωρία βασισμένη στην απογοήτευσή του. Αλλά αν αντιμετωπίζω εγώ ο ίδιος, από μόνος μου, το γεγονός ότι υπάρχει πόνος, ότι υπάρχει θάνατος, ότι υπάρχει φθορά, και ο νους είναι απογυμνωμένος από όλες τις εξηγήσεις, όλες τις λύσεις, όλες τις απαντήσεις, τότε ο νους αντιμετωπίζει το ίδιο το γεγονός και μόνο. Αλλά, πράγμα παράξενο, ο νους μας δεν μας επιτρέπει ποτέ αυτή την άμεση αντίληψη.

Υπάρχει λοιπόν, διαφορά ανάμεσα στο «βλέπω και ξέρω» και στο «νιώθω και αγαπώ». Το «νιώθω και το αγαπώ» δεν σημαίνουν αφομοίωση – δεν μπορείς να φτάσεις σ’ εκείνη την Πραγματικότητα για την οποία μιλάμε μέσα από την αφοσίωση. Γενικά αφοσίωση ονομάζεται η συναισθηματική παράδοση σε μία ιδέα, αλλά αυτό αποκλείει εκείνη την Πραγματικότητα, γιατί με το να παραδίνεσαι σε κάτι απλώς ταυτίζεσαι μ’ αυτό. Αγαπάτε τους Θεούς σας, βάζετε στεφάνια γύρω από τον λαιμό μιας αυθεντίας και εκστασιάζεστε όταν είναι παρών χύνοντας δάκρυα συγκίνησης, επαναλαμβάνετε συγκεκριμένες λέξεις και νομίζετε ότι διαλογίζεστε – όλα αυτά μπορείτε να τα κάνετε για τα επόμενα χίλια χρόνια, αλλά δεν θα βρείτε ποτέ εκείνη την Πραγματικότητα. Το να αντιλαμβάνεσαι, να αισθάνεσαι, να αγαπάς, ένα σύννεφο, ένα δέντρο, έναν άνθρωπο, απαιτεί τεράστια προσοχή, και πως μπορείς να προσέχεις όταν ο νους σου διασπάται από τις γνώσεις; Οι γνώσεις είναι χρήσιμες τεχνολογικά, και αυτό είναι όλο. Αν ένας χειρουργός δεν ξέρει καλά πώς να εγχειρίζει, είναι καλύτερα να τον αποφεύγεις. Οι γνώσεις είναι απαραίτητες σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά οι γνώσεις δεν είναι η συνολική απάντηση στο πρόβλημα που αναφέρουμε εδώ. Η συνολική απάντηση βρίσκεται σε εκείνο το αίσθημα, σε εκείνο το πάθος που έρχεται όταν απουσιάζει το «εγώ» σου, όταν ξεχνάς όλα όσα είσαι. Αυτή η ποιότητα του πάθους είναι απαραίτητη για να αισθάνεσαι, να κατανοείς, να αγαπάς.


Αυτή η Πραγματικότητα για την οποία συζητάμε δεν είναι θέμα για διανοούμενους. Από την παιδική μας ηλικία, όμως, μέσα από την εκπαίδευση, με αυτό που αποκαλείται «μόρφωση», έχουμε κάνει έναν νου που είναι έξυπνος, που ανταγωνίζεται, που είναι φορτωμένος με πληροφορίες. Ο νους μας ακονίζεται, γίνεται ευφυής, και αυτό έχει φτάσει να είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να συνεχίζεται, κι έτσι κάθε συναίσθημα μας έχει μαραθεί. Δεν συμπονάτε τον φτωχό μέσα στην εξαθλίωσή του – ποτέ δεν νιώθετε χαρά όταν βλέπετε έναν πλούσιο να οδηγεί το ωραίο του αυτοκίνητο, αλλά ζηλεύετε – ποτέ δεν νιώθετε απλή απόλαυση όταν βλέπετε ένα όμορφο πρόσωπο. Είμαστε τόσο απασχολημένοι με τις δουλειές μας, με τις δυστυχίες μας, που δεν έχουμε ποτέ ούτε μία στιγμή χαλάρωσης στην οποία να νιώσουμε τι είναι να αγαπάς, να είσαι ευγενικός, να είσαι γενναιόδωρος. Κι όμως, χωρίς όλα αυτά θέλουμε να ξέρουμε τι είναι ο Θεός! Πόσο απίστευτα ανόητο και παιδιάστικο ακούγεται! Είναι λοιπόν, πολύ σημαντικό το άτομο να ζωντανέψει κι όχι να «ξανα – ζωντανέψει» - δεν μπορείς να ξαναζωντανέψεις τα νεκρά συναισθήματα, το μεγαλείο της δημιουργίας μέσα σου που έχει χαθεί. Δεν μπορούμε όμως, να ζήσουμε έντονα, με πληρότητα, με αφθονία, έστω και για μία μέρα; Γιατί μία τέτοια μέρα καλύπτει μία χιλιετία. Αυτό δεν είναι ποιητική φαντασία. Θα το γνωρίσετε όταν ζήσετε μία πλούσια μέρα στην οποία δεν θα υπάρχει χρόνος, δεν θα υπάρχουν μέλλον ή παρελθόν – τότε θα γνωρίσετε την πληρότητα αυτής της εξαιρετικής κατάστασης. Μία τέτοια ζωή δεν έχει καμία σχέση με γνώσεις.   

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Το μονοπάτι ...

Οι βροχές είχαν αφήσει τον ουρανό καθαρό. Η αιωρούμενη ομίχλη είχε διαλυθεί, και ο ουρανός ήταν διαυγής και έντονα γαλάζιος. Οι σκιές ήταν έντονες και βαθιές, και ψηλά πάνω από τον λόφο μια στήλη καπνού ανέβαινε κατακόρυφα. Έκαιγαν κάτι εκεί, και μπορούσες να ακούσεις τις φωνές τους.

Το μικρό σπίτι ήταν σε μια πλαγιά, αλλά προφυλαγμένο, με ένα δικό του μικρό κήπο που τον φρόντιζαν με πολύ αγάπη. Αλλά αυτό το πρωινό ήταν μέρος της όλης ύπαρξης, και ο τοίχος γύρω από τον κήπο φαινόταν τόσο άχρηστος. Στον τοίχο σκαρφάλωναν τ’ αναρριχόμενα, κρύβοντας τους βράχους που εδώ κι εκεί όμως ακόμα φαίνονταν. Ήταν όμορφοι βράχοι, πλυμένοι από πολλές βροχές, και είχαν πάνω τους ένα στρώμα γκριζοπράσινης μούχλας. Πέρα από τον τοίχο υπήρχε ερημιά και κατά κάποιον τρόπο κι εκείνη η ερημιά ήταν μέρος του κήπου.

Από την πόρτα του κήπου ένα μονοπάτι έφερνε ως το χωριό, που είχε μια ερειπωμένη εκκλησία κι ένα κοιμητήρι πίσω της. Πολλοί λίγοι έρχονταν στην εκκλησία, ακόμα και τις Κυριακές, συνήθως ηλικιωμένοι, και τις καθημερινές κανείς δεν πατούσε εκεί, γιατί το χωριό είχε άλλες διασκεδάσεις.

Πέρα από το χωριό ένα άλλο μονοπάτι οδηγούσε προς τα δεξιά, απαλά ανηφορίζοντας τον λόφο. Σ’ αυτό το μονοπάτι πότε – πότε, συναντούσες κανένα χωρικό που κουβαλούσε κάτι, και με έναν άηχο χαιρετισμό σε προσπερνούσε.


Στην άλλη πλευρά του λόφου, το μονοπάτι κατηφόριζε προς ένα πυκνό δάσος που ο ήλιος ποτέ δεν το διαπερνούσε. Πηγαίνοντας από το λαμπερό ηλιόφως στην δροσερή σκιά του δάσους, ήταν σαν μια μυητική πορεία. Κανείς δεν φαινόταν να περνάει από αυτόν τον δρόμο, και το δάσος ήταν ερημικό. Το σκούρο πράσινο του πυκνού φυλλώματος ήταν μια αναζωογόνηση στα μάτια και στον νου. Καθόσουν εκεί σε τέλεια σιωπή. Ακόμα και ο αέρας ήταν ήσυχος, ούτε φύλλο δεν σάλευε, και υπήρχε εκείνη η παράξενη ησυχία που έρχεται στους τόπους που δεν συχνάζουν άνθρωποι. Ένας σκύλος γαύγισε πέρα μακριά, κι ένα μικρό αγριογούρουνο διέσχισε το μονοπάτι νωχελικά.  

Στοχασμός ...

Νωρίς ένα πρωί, όταν η καταιγίδα σταμάτησε, ξεκινήσαμε για την ύπαιθρο – που ήταν σχεδόν επίπεδη μέχρι και τους πρόποδες του βουνού. Ο δρόμος περνούσε από πολλά χωριά και αγροκτήματα. Ήταν φθινόπωρο και κατά μήκος του δρόμου τα πεσμένα ξερά φύλλα των δέντρων έδιναν ξέχωρους χρωματισμούς.

Το αυτοκίνητο έτρεχε ομαλά. Ακουγόταν ο βόμβος του κινητήρα και το βούισμα των ελαστικών πάνω στον δρόμο, κι όμως, υπήρχε μια εξαιρετική σιωπή παντού, ανάμεσα στα δέντρα, στο ποτάμι, και πάνω από την υγρή γη.

Ο νους είναι σιωπηλός μόνο με την αφθονία της ενέργειας, όταν υπάρχει εκείνη η προσοχή στην οποία κάθε αντίφαση, κάθε τράβηγμα της επιθυμίας προς διαφορετικές κατευθύνσεις έχει πάψει. Ο αγώνας της επιθυμίας να είναι σιωπηλή, δεν φέρνει την σιωπή. Η σιωπή δεν μπορεί να εξαγοραστεί με οποιαδήποτε μορφή καταναγκασμού, δεν είναι η ανταμοιβή της καταπίεσης, ούτε και της εξύψωσης. Αλλά ο νους που δεν είναι σιωπηλός, δεν είναι ποτέ ελεύθερος – και είναι μόνον που στον σιωπηλό νου ανοίγονται οι κόσμοι.

Η ευδαιμονία που ο νους αναζητά δεν μπορεί να βρεθεί με την αναζήτηση, ούτε βρίσκεται στην πίστη. Μονάχα ο σιωπηλός νους μπορεί να δεχτεί εκείνη την ευλογία που δεν ανήκει ούτε στην εκκλησία ούτε στην πίστη. Για να είναι σιωπηλός ο νους, όλες οι αντιφατικές πλευρές του πρέπει να ενωθούν και να συγχωνευτούν στην φλόγα της κατανόησης. Ο σιωπηλός νους δεν είναι ο νους που συλλογίζεται. Για να συλλογιστεί, θα πρέπει να υπάρξει ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο, ο πειραματιζόμενος, που τον βαραίνει το παρελθόν.


Στον σιωπηλό νου δεν υπάρχει κέντρο όπου να γίνεσαι, ή να είσαι, ή να σκέφτεσαι. Κάθε επιθυμία είναι αντίφαση, γιατί κάθε κέντρο επιθυμίας αντιτίθεται σ’ ένα άλλο κέντρο. Η σιωπή του ακέραιου νου είναι στοχασμός. 

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ψυχολογική επανάσταση μέρος Β' ...

Η ολοκληρωμένη ζωή και δράση είναι εκπαίδευση. Η ολοκλήρωση δεν επέρχεται με την προσαρμογή σ’ ένα πρότυπο, είτε δικό σου είτε ενός άλλου. Γεννιέται με την κατανόηση των πολλών επιρροών που αποτυπώνονται στον νού, γεννιέται με το να έχει κανείς επίγνωση αυτών των επιρροών χωρίς να είναι πιασμένος από αυτές. Οι γονείς και η κοινωνία διαμορφώνουν το παιδί με την υποβολή, με πονηρές, ανέκφραστες επιθυμίες και εξαναγκασμούς, και με τη συνεχή επανάληψη ορισμένων δογμάτων και δοξασιών. Το να βοηθηθεί το παιδί να έχει επίγνωση όλων αυτών των επιρροών, με την εσωτερική, ψυχολογική σημασία τους, το να βοηθηθεί να κατανοήσει τον τρόπο που δρά η αυθεντία και το να μην πιαστεί στο δίχτυ της κοινωνίας, είναι εκπαίδευση.

Η εκπαίδευση δεν είναι απλώς ζήτημα μετάδοσης μιάς τεχνικής που θα δώσει την δυνατότητα στο παιδί να βρεί δουλειά, αλλά να το βοηθήσουμε ν’ αποκαλύψει τι πραγματικά αγαπά να κάνει. Αυτή η αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει αν επιδιώκει επιτυχία, φήμη ή δύναμη, και το να βοηθήσουμε το παιδί να κατανοήσει, αυτό είναι εκπαίδευση.

Η αυτογνωσία είναι εκπαίδευση. Στην εκπαίδευση δεν υπάρχει ούτε δάσκαλος ούτε διδασκόμενος, υπάρχει μόνον μάθηση. Ο εκπαιδευτής μαθαίνει, όπως κι ο μαθητής. Η ελευθερία δεν έχει αρχή ούτε και τέλος, η κατανόηση, αυτή είναι εκπαίδευση.

«Νομίζω ότι καταλαβαίνω, σε γενικές γραμμές, τι εννοείτε με την εκπαίδευση. Αλλά που είναι οι άνθρωποι που θα διδάξουν με αυτόν τον καινούριο τρόπο; Τέτοιοι εκπαιδευτές απλώς δεν υπάρχουν».

Πόσα χρόνια είπατε πως ασχοληθήκατε με την πολιτική;

«Περισσότερα απ’ όσο θα ήθελα να θυμάμαι. Φοβούμαι ότι ήταν περισσότερα από είκοσι».

Ασφαλώς, για να εκπαιδεύσει κανείς έναν εκπαιδευτή, θα πρέπει να δουλέψει τόσο σκληρά, όσο δουλέψατε εσείς στην πολιτική – μόνο που είναι ένα πιο εντατικό έργο το οποίο απαιτεί βαθιά ψυχολογική αντίληψη. Δυστυχώς, κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την σωστή εκπαίδευση, όμως είναι κατά πολύ πιο σημαντική, παρά οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο παράγοντα για την επίτευξη μιάς ριζικής κοινωνικής μεταρρύθμισης.

«Οι περισσότεροι από εμάς, ιδιαίτερα οι πολιτικοί, ενδιαφέρονται τόσο πολύ για άμεσα αποτελέσματα, που σκεφτόμαστε μόνο βραχυπρόθεσμα, και δεν έχουμε μια μακροπρόθεσμη άποψη των πραγμάτων».

«Τώρα, μπορώ να κάνω ακόμη μια ερώτηση; Σε όλα αυτά που συζητήσαμε, ποιος είναι ο ρόλος της κληρονομιάς;».

Τι εννοείτε κληρονομιά; Αναφέρεστε στην κληρονομιά της περιουσίας, ή στην ψυχολογική κληρονομιά;

«Είχα υπόψη μου την κληρονομιά της περιουσίας. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν σκέφτηκα για την άλλη».

Η ψυχολογική κληρονομιά δημιουργεί τόση εξάρτηση όση και η κληρονομιά της περιουσίας. Και οι δυό περιορίζουν και κρατούν το νού σ’ ένα ιδιαίτερο πρότυπο κοινωνίας, το οποίο εμποδίζει μια ριζική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Εάν το ενδιαφέρον μας είναι να δημιουργήσουμε ένα εξ ολοκλήρου διαφορετικό πνευματικό πολιτισμό, ένα πολιτισμό που να μην βασίζεται στην φιλοδοξία και στην κτητικότητα, τότε η ψυχολογική κληρονομιά γίνεται εμπόδιο.

«Τι ακριβώς εννοείτε με την ψυχολογική κληρονομιά;».

Η αποτύπωση του παρελθόντος στον νέο νού. Η συνειδητή και ασυνείδητη διάπλαση του μαθητή να υπακούει, να εξομοιώνεται. Οι κομμουνιστές το κάνουν αυτό τώρα πολύ αποτελεσματικά, όπως το κάνουν, επί γενιές οι Καθολικοί. Και άλλα δόγματα το κάνουν, αλλά όχι τόσο επίμονα ή αποτελεσματικά. Γονείς και κοινωνία διαμορφώνουν τον νού των παιδιών με την παράδοση, την πίστη, το δόγμα, το συμπέρασμα, τη γνώμη, και αυτή η ψυχολογική κληρονομιά εμποδίζει να γεννηθεί μια νέα κοινωνική διάρθρωση.

«Το καταλαβαίνω αυτό. Αλλά το να σταματήσεις αυτήν τη μορφή κληρονομιάς, είναι σχεδόν αδύνατο, δεν είναι;».

Αν πραγματικά βλέπετε την ανάγκη να σταματήσετε αυτή τη μορφή κληρονομιάς, τότε δε θα δώσετε τεράστια προσοχή για να προσφέρετε το σωστό είδος εκπαίδευσης στο παιδί σας;

«Και πάλι, οι περισσότεροι από εμάς είμαστε τόσο βυθισμένοι στις προκαταλήψεις και στους φόβους μας, ώστε δεν εμβαθύνουμε και πάρα πολύ σ’ αυτά τα ζητήματα, αν εμβαθύνουμε και καθόλου. Είμαστε μια γενιά διπρόσωπων λογοκλόπων. Η κληρονομιά της περιουσίας είναι ένα άλλο δύσκολο πρόβλημα. Όλοι μας θέλουμε να κατέχουμε κάτι, ένα κομμάτι γης, οσοδήποτε μικρό, ή ένα άλλο ανθρώπινο όν. Και αν όχι αυτά, τότε θέλουμε να κατέχουμε ιδεολογίες ή πίστεις. Είμαστε αδιόρθωτοι στην αναζήτηση αποκτήματος».

Αλλά όταν καταλάβετε πολύ βαθιά ότι η κληρονομιά της περιουσίας είναι τόσο καταστρεπτική όσο και η ψυχολογική κληρονομιά, τότε θα θελήσετε να βοηθήσετε τα παιδιά σας να είναι ελεύθερα και από τις δυό μορφές κληρονομιάς. Θα τα εκπαιδεύσετε να είναι εντελώς αυτάρκη, να μην εξαρτώνται από την εύνοια, τη δική σας ή των άλλων, ν’ αγαπούν τη δουλειά τους, και να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να εργαστούν χωρίς φιλοδοξία, χωρίς να λατρεύουν την επιτυχία. Θα το διδάξετε να έχουν το αίσθημα της συνεργατικής ευθύνης, και επομένως να ξέρουν πότε να μην συνεργάζονται. Τότε δεν θα υπάρχει ανάγκη τα παιδιά σας να κληρονομούν την περιουσία σας. Είναι ελεύθεροι άνθρωποι από την αρχή, και όχι σκλάβοι, είτε της οικογένειας είτε της κοινωνίας.

«Φοβούμαι πως αυτό είναι ένα ιδανικό που ποτέ δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί».


Δεν είναι ένα ιδανικό, δεν είναι κάτι που θα γίνει στην ανύπαρκτη χώρα μιάς πολύ μακρινής ουτοπίας. Η κατανόηση είναι στο τώρα, όχι στο μέλλον. Κατανόηση είναι δράση. Δεν έρχεται πρώτα η κατανόηση και ύστερα η δράση – δράση και κατανόηση είναι αδιαχώριστα. Ακριβώς την στιγμή που βλέπει κανείς μια κόμπρα, υπάρχει δράση. Εάν κανείς βλέπει την αλήθεια σε αυτά που συζητήσαμε, τότε η δράση ενυπάρχει σ’ αυτήν την αντίληψη. Αλλά είμαστε τόσο πιασμένοι στις λέξεις, στα διεγερτικά πράγματα της διάνοιας, που οι λέξεις και η διάνοια γίνονται ένα εμπόδιο στη δράση. Η αποκαλούμενη διανοητική κατανόηση είναι το άκουσμα μονάχα των λεκτικών εξηγήσεων ή άκουσμα ιδεών, και μια τέτοια κατανόηση δεν έχει καμιά σημασία, όπως η περιγραφή και μόνον του φαγητού δεν έχει αξία για τον πεινασμένο. Ή κατανοείτε ή δεν κατανοείτε. Η κατανόηση είναι μια ενιαία πορεία, δεν είναι χωριστή από την δράση, ούτε είναι το αποτέλεσμα του χρόνου …