Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Ο φόβος ...

Το πρωινό ήταν μαγευτικό. Η αλμύρα χτυπούσε ελαφρά τα πρόσωπα και τα νότιζε. Το καφεδάκι είχε αληθινή γεύση. Μπλέκονταν οι θεσπέσιες μυρωδιές και ο χρόνος είχε χαθεί. Υπήρχε μόνο το παρόν και ο παφλασμός της θάλασσας.

Από το βάθος της σχεδόν ερημικής παραλίας, μια φιγούρα, νωχελικά κινούμενη, μας πλησίασε και κάθισε ακριβώς δίπλα μας. Άνδρας απροσδιορίστου ηλικίας. Μας κοίταξε και μας καλημέρισε. Ανταποδώσαμε τον χαιρετισμό.

Η πρωινή αύρα που μας είχε κυκλώσει, με την άφιξη του άγνωστου άνδρα εξαφανίστηκε. Κοιταχτήκαμε αλλήλοις. Κοιτάξαμε και τον νεοφερμένο συνάνθρωπό μας και παρατηρήσαμε ότι το ύφος έσκιαζε τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου. Ήταν σκοτεινό. Δεν είχε καμία ενέργεια.

Μας κοίταξε με μάτια θλιμμένα, στάθηκε ώρα σιωπηλός και σαν να αναθάρρησε, μας είπε: Έχετε χρόνο να με ακούσετε; κοιταχτήκαμε και του απαντάμε: στο παρόν ζούμε, οπότε μιλήστε μας.

Από μικρός φοβόμουν την ζωή. Δηλαδή, σαν παιδί, φοβόμουν τους γονείς μου, τις απειλές τους και τις διαρκείς απαγορεύσεις τους.  Μεγαλώνοντας, αντιμετώπισα τις απειλές των ιερέων, και την αιώνια κόλαση που έχουν μέσα τους. Δέχτηκα τους πύρινους λόγους – που στο όνομα της αγάπης στρέβλωσαν τον Λόγο του Χριστού.

Στο σχολείο, ο φόβος συνεχίστηκε. Από την συμπεριφορά των εκπαιδευτικών και από το τι θα γίνω στο μέλλον.  Παράλληλα, ο φόβος της ήττας της ομάδας μου, με έκανε και κατέθετα όλο μου το χαρτζιλίκι και την ενέργειά μου σε αυτήν, με αποτέλεσμα, να φανατιστώ, να εγκλωβιστώ και να «υπηρετώ» την ομάδα, και δια μέσω αυτής της ομάδας την εξουσία, πολιτική και θρησκευτική.

Αργότερα, φοβόμουν ότι δεν θα βρω κορίτσι, και όταν το βρήκα φοβόμουν ότι θα το χάσω. Όταν βρήκα δουλειά στην συνέχεια της ζωής μου, φοβόμουν μην την χάσω. Όταν έγινα ελεύθερος επαγγελματίας φοβόμουν μην χάσω τους πελάτες μου. Όταν αγόρασα σπίτι φοβόμουν μην μου το πάρουν οι τράπεζες. Όταν έγινα βουλευτής, διαπίστωσα ότι ο φόβος των ψηφοφόρων μου με έθρεφε. Και φοβόμουν μήπως χάσω την εξουσία  - που μου παρείχε όλες τις ανέσεις εις βάρος της μάζας, που υποκρινόμουν ότι την υπηρετούσα.

Σε όλη μου την ζωή έμεινα σε απέραντη μοναξιά γιατί φοβόμουν να επικοινωνήσω με οτιδήποτε – παρ’ ότι ήμουν μέρος του κόσμου. Τελικά, έφτασα μέχρι εδώ, κυριευμένος από τον φόβο, και τώρα φοβάμαι να μην πεθάνω.  Φοβήθηκα την ζωή, φοβάμαι και τον θάνατο.

Καλέ μας άνθρωπε, τόση ώρα σε ακούμε αλλά δεν συστηθήκαμε. Ποιος είσαι;

Σηκώθηκε από την καρέκλα, μας κοίταξε επίμονα και είπε: Είμαι ο φόβος σας.  Και εξαφανίστηκε στην καταχνιά που δημιούργησε με την παρουσία του.

Χάθηκε η φιγούρα του στην ερημική παραλία, και ο λαμπρός ήλιος συνέχισε να μας δίνει ζωή.