Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

Ειρήνη ...

Είναι δυνατό για μας σαν ανθρώπινα όντα, που έχουμε ζήσει για εκατομμύρια χρόνια, που υποτίθεται πως είμαστε αρκετά πολιτισμένοι, που έχουμε προσδιοριστεί από τις οργανωμένες θρησκείες να μιλάμε εύκολα για ειρήνη, είναι πράγματι δυνατό, όχι θεωρητικά, ούτε πολιτικά, αλλά πραγματικά, να είμαστε τελείως εν ειρήνη μέσα μας κι επομένως στις σχέσεις μας με τους άλλους; Επειδή όλη η ζωή είναι μια κίνηση στη σχέση, διαφορετικά δεν υπάρχει καθόλου ζωή. Και αν η ζωή είναι βασισμένη σε αφηρημένες έννοιες, σε μια ιδέα, σε μια θρησκευτική αποδοχή, τότε μια τέτοια αφηρημένη ζωή αναπόφευκτα θα προξενήσει μια σχέση που γίνεται ένα πεδίο μάχης.

Κι έτσι ρωτάει κανείς τον εαυτό του αν είναι καθόλου δυνατή η ειρήνη, όχι σε κάποιον φανταστικό μυθικό αφηρημένο κόσμο, αλλά στο γραφείο, στην καθημερινή ζωή; Υπάρχουν τραγούδια για χιλιάδες χρόνια που μιλάνε για παντοτινή ειρήνη, αλλά κατά την διάρκεια όλως αυτών των αιώνων δεν έχει υπάρξει ειρήνη, υπήρξαν ατέλειωτοι πόλεμοι, δυόμιση πόλεμοι κατά τα τελευταία 5.000 χρόνια. Κι αν επιθυμεί κανείς (ή μάλλον απαιτεί) ειρήνη, και ζει ειρηνικά – τι σημαίνει να ζει ειρηνικά;

Νομίζω πως θα πρέπει να εξετάσουμε τούτο το ερώτημα με προσοχή, επειδή κάναμε τη ζωή μας ένα πεδίο μάχης, μια σύγκρουση – όχι μόνο με τον γείτονα, είτε βρίσκεται ο γείτονας δίπλα είτε χίλια μίλια μακριά, αλλά επίσης μια σύγκρουση μέσα μας. Το είναι μας είναι ένα πεδίο μάχης, κομματιασμένο από διάφορες επιθυμίες, αντιφάσεις, φόβους, διαψεύσεις, άγχη και ατελείωτη λύπη. Και μπορούμε πράγματι να τα μετασχηματίσουμε όλα αυτά – να γίνουμε ή να είμαστε τελείως ειρηνικοί;

Ξέρω πως αυτό το ερώτημα το έχουν κάνει μυριάδες μέσω χιλιάδων ετών. Έχουν δοκιμάσει μέσω προσευχών, μέσω διαφόρων μορφών ταυτίσεως με κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους. Έχει δεχτεί κανείς διάφορες μορφές της ονομαζόμενης ειρήνης, αλλά στην πραγματικότητα στην καθημερινή ζωή δεν είμαστε καθόλου ειρηνικοί. Σκοτώνουμε ζώα, σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον, κτλ.

Νομίζω πως πρέπει να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο σχετικά με το ερώτημα αυτό και να μην ακούμε απλά και μόνο μια σειρά από λέξεις και ιδέες, είτε αποδεχόμενοι είτε απορρίπτοντας τες, ή αποκλείοντας κανείς τον εαυτό του λέγοντας: «η ειρήνη δεν είναι δυνατή σε τούτο τον τερατώδη κόσμο». Αλλά μάλλον, να εξετάσει κανείς τον εαυτό του, όχι θεωρητικά, ψυχαναλυτικά, αλλά πραγματικά, βήμα-βήμα, και να μάθει χωρίς καμιά προσπάθεια, κι όμως να ζει τελείως σε ανώτατο επίπεδο.

Για να το εξετάσει κανείς πλήρως πρέπει να καταλάβει τη φύση της προσπάθειας, τη φύση της σύγκρουσης, επειδή οι περισσότεροι από μας βρίσκονται σε σύγκρουση, έχοντας πολλά, πολλά προβλήματα, και ψυχολογικά και αντικειμενικά, οικονομικά, και προβλήματα του νου και της καρδιάς. Και τούτα τα προβλήματα αναπόφευκτα φέρνουν σύγκρουση, ένα πρόβλημα σημαίνει σύγκρουση, διαφορετικά δεν θα υπήρχε καθόλου πρόβλημα. Μιλάμε για ψυχολογικά προβλήματα μάλλον παρά για οικονομικά, πολιτικά προβλήματα (δεν ξέρω γιατί μας κυβερνούν στον κόσμο τέτοιοι ανόητοι πολιτικοί), δεν ξέρω αν έχετε σκεφτεί που έχει καταντήσει ο κόσμος. Και για να εξετάσει τούτο το ερώτημα της ειρήνης, όχι διανοητικά, όχι λεκτικά, αλλά πραγματικά, χρειάζεται να καταλάβει κανείς τη σύγκρουση, όντας η σύγκρουση ένα πρόβλημα, κυρίως ένα ψυχολογικό πρόβλημα.

Ένα πρόβλημα υπάρχει μόνο όταν δεν έχουμε την ικανότητα να το αντιμετωπίσουμε πλήρως. Υπάρχει μόνο όταν χειριζόμαστε ένα συνολικό ψυχολογικό πρόβλημα κομματιαστά, ή συναισθηματικά, ή όταν ξεφεύγουμε από αυτό. Όπως φαίνεται δεν έχουμε την ικανότητα να αντιμετωπίσουμε πλήρως ένα πρόβλημα. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να έχει κανείς την επίγνωση όχι μόνο του προβλήματος, της φύσης του προβλήματος, της δομής του προβλήματος, αλλά επίσης χρειάζεται να έχει κανείς την ικανότητα να το αντιμετωπίσει – όχι αργότερα, σταδιακά, με την ησυχία του – αλλά να το αντιμετωπίσει αμέσως και να το λύσει αμέσως, έτσι ώστε να μη ριζώσει το πρόβλημα στο νου. Λοιπόν το πρώτο ερώτημα είναι: όλη η ζωή είναι ένα πρόβλημα, το να ζει κανείς είναι ένα πρόβλημα, και δεν υπάρχει φυγή από αυτό αλλά πως να το αντιμετωπίσει κανείς πλήρως, απολύτως, όπως παρουσιάζεται, και να πάει πέρα από αυτό, έτσι ώστε να μη ριζώσει στο έδαφος του νου; Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Γιατί όσο περισσότερο αφήνει κανείς ένα πρόβλημα οποιουδήποτε είδους να χρονοτριβεί, να κρατάει μια μέρα ή ένα μήνα ή ακόμα λίγα λεπτά, ολοφάνερα διαστρεβλώνει το νου, είναι δυνατό ν’ αντιμετωπίσει κανείς ένα πρόβλημα χωρίς καμιά διαστρέβλωση και να ελευθερωθεί κανείς τελείως απ’ αυτό, αμέσως; Δεν ξέρω αν το έχετε σκεφτεί, αν το έχετε σκεφτεί θα πρέπει να το έχετε εξετάσει. Θα πρέπει να έχετε δει πως σε κάθε στιγμή της ζωής αν δεν υπάρχει μια απόλυτη αντιμετώπιση της υπάρχει ένα πρόβλημα. Η μη επαρκής αντιμετώπιση τούτης της κίνησης στη ζωή είναι ένα πρόβλημα. Και μπορώ εγώ – σαν ανθρώπινο όν – να αντιμετωπίσω αυτά τα προβλήματα όπως παρουσιάζονται και να μην αφήσω μια ανάμνηση, μια γρατζουνιά στο νου, να παραμείνει; Αυτές οι αναμνήσεις είναι οι εικόνες που κουβαλάμε μαζί μας, και αυτές οι εικόνες συναντούν αυτό το ασυνήθιστο πράγμα που ονομάζεται ζωή κι επομένως υπάρχει μια αντίφαση, επειδή η ζωή είναι πολύ πραγματική – η ζωή δεν είναι κάτι αφηρημένο. Όταν αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή με εικόνες, τότε υπάρχουν προβλήματα.

Πάρτε το ερώτημα του θανάτου, που είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για τους περισσότερους ανθρώπους. Είναι δυνατό να το αντιμετωπίσουμε τελείως και να μην το κάνουμε καθόλου πρόβλημα; Ολοφάνερα, για να το αντιμετωπίσουμε, όλα τα πιστεύω, όλες οι ελπίδες, όλοι οι φόβοι γι’ αυτόν πρέπει να έρθουν σε ένα τέλος, διαφορετικά αντιμετωπίζετε αυτό το ασυνήθιστο πράγμα μ’ ένα συμπέρασμα, με μια εικόνα, με ένα προμελετημένο άγχος. Επομένως το αντιμετωπίζετε με χρόνο.

Ο χρόνος είναι αυτό το διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο. Δηλαδή ο παρατηρητής, το «εμένα» φοβάται – φοβάμαι ν’ αντιμετωπίσω αυτό το πράγμα που λέγεται θάνατος. Δεν ξέρω τι σημαίνει. Έχω όλων των ειδών τις ελπίδες, τις θεωρίες – πιστεύω στη μετεμψύχωση, στην ανάσταση, κτλ. Όσο υπάρχει ένα διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή μ’ όλα τα πιστεύω του, τους φόβους του, τις ελπίδες του, τις λύπες του, τα αισθήματα της αυτολύπησής του, κι αυτό το θέμα, αυτό το γεγονός που παρατηρεί (ένα χρονικό διάστημα, που είναι χώρος) πρέπει να υπάρχει αντίφαση κι επομένως σύγκρουση.

Κοιτάξτε, φοβάμαι να πεθάνω. Είτε λογικοποιώ τους φόβους μου κι επομένως χτίζω μια αντίσταση ενάντια στο αναπόφευκτο, είτε μεταχειρίζομαι τη ζωή σαν ένα πολύ ευχάριστο πράγμα και πάλι ξεφεύγω, είτε έχω αμέτρητα πιστεύω που με προστατεύουν από το γεγονός. Επομένως υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στον εαυτό μου και το πράγμα που φοβάμαι. Σε τούτο το χωρο-χρονικό διάστημα πρέπει να υπάρχει διαμάχη, που είναι μια μορφή φόβου, άγχους, αυτολύπησης και όλα τα συναφή. Είναι δυνατό ν’ αντιμετωπίσω τον ονομαζόμενο θάνατο χωρίς τούτο το χωρο-χρονικό διάστημα; Αυτό είναι δυνατό μόνο, αν παρατηρεί κανείς πολύ βαθιά και προσεχτικά, όταν ο παρατηρητής δεν έχει συνέχεια – ο παρατηρητής που είναι ο κατασκευαστής της εικόνας, ο παρατηρητής που είναι η συλλογή των αναμνήσεων, των ιδεών, ένας σωρός από αφηρημένες έννοιες. Είναι δυνατό ν’ αντιμετωπίσω οποιοδήποτε θέμα χωρίς τούτο το χρονικό διάστημα κι επομένως χωρίς αντίφαση κι επομένως χωρίς σύγκρουση;

Στο κάτω-κάτω, όταν μιλάει κανείς για την ειρήνη χρειάζεται και να καταλαβαίνει τι είναι η αγάπη. Γιατί δεν βλέπω πως μπορεί να υπάρξει ειρήνη χωρίς αγάπη. Η αγάπη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, δεν είναι μια ιδέα. Η αγάπη δεν είναι επιθυμία κι ευχαρίστηση. Και για να καταλάβει κανείς τη φύση της αγάπης, χρειάζεται να εξετάσει τούτο το ερώτημα της σύγκρουσης. Ουσιαστικά, η σύγκρουση παρουσιάζεται όταν υπάρχει μια αντίφαση. Αυτή η αντίφαση προκαλείται από τον παρατηρητή, από ένα κέντρο που έχει συνέχεια σαν μνήμη.

Έτσι το ερώτημα μας είναι: ζώντας σε τούτο τον κόσμο, όντες προσδιορισμένοι από μια κοινωνία που έχουμε φτιάξει, μια κοινωνία που είναι βασισμένη στον πόλεμο, στο μίσος, στον φθόνο, στην επιθετικότητα της οποίας είμαι μέρος – μπορώ ν’ αντιμετωπίσω όλα αυτά τα θέματα αμέσως, τελείως, και να ελευθερωθώ από αυτά; Το πρόβλημα είναι πως να παρατηρώ – πως να παρατηρώ το θάνατο, το φόβο, την απληστία, την επιθετικότητα, το μίσος, πως να τ’ αντιμετωπίζω, πως να τα βλέπω χωρίς το διάστημα του χώρου και του χρόνου;

Έχουν δοκιμαστεί διάφορες μέθοδοι για να καταστραφεί το διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο, μέσω των ναρκωτικών, μέσω της πολιτικής ταυτίσεως, μέσω του στοχασμού, ακολουθώντας κάθε μορφή συστήματος, μεθόδου, ελπίζοντας να εξαλείψουμε τούτο το διάστημα του χώρου ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο κι έτσι να ελευθερωθούμε από αντιφάσεις και συγκρούσεις, και να φέρουμε ειρήνη.

Δεν νομίζω πως κανένα σύστημα, ναρκωτικό, ταύτιση, καμιά μορφή εξαϋλώσεως δεν είναι δυνατό να προξενήσει τούτο το τέλος του διαστήματος. Αλλά τι τελειώνει το χώρο και τον χρόνο; Είναι ο τρόπος που κοιτάζει κανείς, που παρατηρεί. Νομίζω πως αυτό είναι το κλειδί – το να παρατηρούμε πράγματι χωρίς καμιά εικόνα. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει κανείς πολύ απλός για όλα αυτά. Το να παρατηρεί κανείς ένα δέντρο χωρίς να λαβαίνει χώρα καμιά νόηση, το να παρατηρεί χωρίς παρέμβαση της σκέψης. Γιατί η σκέψη είναι χρόνος και ο χρόνος είναι λύπη. Και το να κοιτάξετε τον θάνατο χωρίς φόβο, χωρίς καμιά λογικοποίηση, χωρίς καμιά ελπίδα και πιστεύω. Μόνο να παρατηρείτε. Δηλαδή να πεθάνετε στην πραγματικότητα με την ευχαρίστηση που είχατε χθές και με την ανάμνηση αυτής της ευχαρίστησης.

Αλλά η αγάπη δεν είναι ούτε επιθυμία ούτε ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση είναι η συνέχεια μιας επιθυμίας για την οποία σκεφτόταν συνεχώς η σκέψη. Χθές είχε κάποιος μια σεξουαλική ευχαρίστηση και η σκέψη τη σκέφτεται, την αναμασά και της δίνει συνέχεια. Και τούτη η σκεπτόμενη επιθυμία, που γίνεται ευχαρίστηση, ολοφάνερα δεν είναι αγάπη επειδή η σκέψη δεν μπορεί να γεννήσει την αγάπη – μπορεί να προξενήσει φιληδονία, ευχαρίστηση, να μεγαλώσει περισσότερο την επιθυμία. Η επιθυμία είναι φυσιολογική – όταν κοιτάζετε ένα όμορφο δέντρο, ένα όμορφο πρόσωπο κτλ., η αντίδραση είναι φυσιολογική, υγιεινή, αλλά όταν η σκέψη παρεμβαίνει, δίνοντας της συνέχεια σαν ευχαρίστηση με το να τη σκέφτεται, τότε αυτή η ευχαρίστηση ολοφάνερα δεν είναι αυτό το πράγμα που ονομάζει κανείς αγάπη. Είναι δυνατό για τη σκέψη να απουσιάζει τελείως όταν υπάρχει μια επιθυμία; Κοιτάζετε ένα όμορφο αυτοκίνητο: όραση, αίσθηση, επιθυμία, και τότε έρχεται η σκέψη λέγοντας «μακάρι να το είχα». Και η σκέψη, με το να σκέφτεται, καλλιεργεί την ευχαρίστηση. Είναι δυνατό να κοιτάξετε το αυτοκίνητο χωρίς καμιά παρέμβαση – αν το ονομάσει κανείς έτσι – της σκέψης;

Όπως και η αγάπη, η ομορφιά δεν είναι μια καλλιέργεια της σκέψης. Ένα πράγμα ομορφιάς δεν είναι ομορφιά. Η ομορφιά δεν είναι στο πράγμα, στο άτομο, αλλά υπάρχει αυτή η ομορφιά που δεν είναι το αποτέλεσμα προσδιορισμού, στην οποία δεν παρεμβαίνει με κανένα τρόπο η σκέψη. Και παρατηρώντας τα όλα αυτά κανείς στον εαυτό του, αν έχει πάει αρκετά βαθιά, βρίσκει κανείς πως μπορεί να ζήσει χωρίς καμιά σύγκρουση, χωρίς καμιά αντίφαση. Η αντίφαση υπάρχει όταν υπάρχει σύγκριση, όχι μόνο με κάτι, αλλά επίσης σύγκριση με αυτό που ήμουν χθές. Κι’ επομένως παρουσιάζεται σύγκρουση ανάμεσα μ’ αυτό που υπήρξε κι’ αυτό που υπάρχει. Υπάρχει μόνο αυτό που είναι όταν δεν υπάρχει καμιά απολύτως σύγκριση – και το να ζει κανείς τελείως μ’ αυτό «που είναι», σημαίνει να είναι ειρηνικός. Επειδή τότε μπορείτε να δώσετε όλη σας την προσοχή σ’ αυτό «που είναι» χωρίς κανένα περισπασμό σ’ αυτό που υπάρχει μέσα στον εαυτό κάποιου, οτιδήποτε είναι – απελπισία, ασχήμια, βαναυσότητα, φόβος, άγχος, μοναξιά, και να ζήσει μ’ αυτό «που είναι» τελείως. Τότε δεν υπάρχει αντίφαση κι’ επομένως δεν υπάρχει σύγκρουση.

Η κατανόηση που έρχεται μόνο μέσω της παρατήρησης αυτού που είναι, είναι ειρήνη – που δεν σημαίνει πως δέχεστε αυτό που είναι, αντίθετα, δεν είναι δυνατό να δεχτεί κανείς τούτη την τερατώδη, διεφθαρμένη κοινωνία στην οποία ζει, όμως είναι αυτό που είναι. Αλλά παρατηρείστε το, όλη την ψυχολογική του δομή, που είναι το εγώ – παρατηρείστε το αυτό το εγώ χωρίς καμιά κρίση, καμιά αξιολόγηση – για να δείτε πράγματι αυτό που είναι καθώς παρατηρεί κανείς αυτό «που είναι», ν’ αλλάξετε τελείως. Επομένως μπορεί να ζήσει κανείς με ειρήνη με την κοινωνία, επειδή είναι κανείς ο εαυτός του, καθημερινά, ζώντας μια ειρηνική ζωή.

Είναι το να πεθαίνει κανείς κάθε μέρα για τα πάντα, το κατώφλι της αγάπης;

Φοβάμαι πως όχι, αυτό είναι μόνο μια ιδέα. Δεν ξέρω γιατί δίνουμε τέτοια ασυνήθιστη σπουδαιότητα σε ιδέες. Θέλουμε αγάπη, δεν ξέρουμε τι είναι, αλλά την θέλουμε. Και για να την αποκτήσει κανείς, ψάχνει, αναζητεί, επινοεί διάφορα κατώφλια, μονοπάτια, αλλά ακόμα στο βασίλειο των ιδεών, και ξέρει πολύ καλά πως μια ιδέα δεν μπορεί ποτέ ν’ ανοίξει την πόρτα στην αγάπη – ποτέ, επειδή η ιδέα είναι οργανωμένη σκέψη και η σκέψη μπορεί να δώσει μόνο ευχαρίστηση, μπορεί μόνο να φέρει περισσότερη ικανοποίηση. Στο κάτω-κάτω, υπάρχει η σχέση των ανθρώπων που παντρεύονται, η βαθιά ικανοποίηση που αποκομίζει κανείς, που την ονομάζει αγάπη. Για να μάθετε τι είναι αυτό που έχει αναζητήσει ο άνθρωπος και το έχει ονομάσει αγάπη, δεν μπορείτε να το αναζητήσετε, δεν μπορείτε να το ακολουθήσετε. Είναι τόσο απλό.

Μερικές φορές όταν βρίσκεται κανείς σε μεγάλη απελπισία και άγχος, η ειρήνη έρχεται ξαφνικά, δεν ξέρω γιατί!

            Η ειρήνη έρχεται ξαφνικά, όταν βρίσκεται κανείς σε μεγάλο άγχος ή σε μεγάλη απελπισία – συμβαίνει. Είναι ειρήνη; Δεν λέω πως δεν είναι. Όταν είναι κανείς εξαντλημένος από τη λύπη, σ’ αυτή την εξάντληση και μοναξιά, σ’ αυτή την αίσθηση του απόλυτου σταματήματος όλων των πραγμάτων που υπήρξαν – η συντροφικότητα και όλα τα υπόλοιπα έχουν έλθει σ’ ένα τέλος – σ’ αυτό υπάρχει πάρα πολύ λύπη. Η λύπη είναι επίσης αυτολύπηση, και σ’ αυτή την αναταραχή ίσως να βρίσκει κανείς λίγη ειρήνη. Αλλά βέβαια η λύπη δεν είναι δρόμος για την ειρήνη; Ίσως να παίρνετε, να μαθαίνετε κάτι απ’ αυτή τη λύπη και αυτή η μάθηση να φέρει ειρήνη. Αυτό είναι το ερώτημα. Μαθαίνετε τίποτα από τη λύπη; Ας το παρατηρήσουμε, να το κάνουμε, μη λέτε ναι ή όχι.

Ίσως να σας φέρει σε μια κρίση;

            Η λύπη είναι το αποτέλεσμα μια κρίσης, και τι μαθαίνει κανείς από τη λύπη; Αλλά μαθαίνετε τίποτα από τη λύπη, κι όταν μαθαίνετε, τι έχετε μάθει; Είτε το να μην έχετε άλλο λύπη, πως να υπερασπίζεστε τον εαυτό σας, πως ν’ αντιστέκεστε στη λύπη, ή πως ν’ αποφεύγετε τη λύπη – αλλά στην πραγματικότητα τι έχει μάθει κανείς; Και τι είναι η λύπη; Η λύπη της μοναξιάς, η λύπη του να μη μας αγαπούν, ή του να αγαπάμε, το ότι δεν ανταποκρίνεται το άλλο πρόσωπο, η λύπη της άγνοιας του εαυτού, η λύπη του θανάτου στην οποία υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αυτολύπησης. Τι εννοούμε με τη λύπη; Κι επειδή δεν την καταλαβαίνουμε, τη λατρεύουμε στην εκκλησία.

Η λύπη είναι μη-συμφιλίωση με το γεγονός.

            Αλλά γιατί θα πρέπει να συμφιλιωθείτε με το γεγονός; Το γεγονός είναι. Γιατί θα πρέπει να επιδιώκετε τη συμφιλίωση με το γεγονός, μ’ αυτό που είναι; Επειδή έχετε μια ιδέα, μια εικόνα για το γεγονός. Λοιπόν τι είναι η λύπη; Και γιατί δεν την έλυσε ποτέ ο άνθρωπος, δεν την τερμάτισε ποτέ στον εαυτό του; Είναι αδύνατο να δώσουμε ένα απόλυτο τέλος στη λύπη, όχι θεωρητικά, αλλά πραγματικά; Μπορεί να τελειώσει μόνο όταν υπάρχει απόλυτη κατανόηση του εαυτού. Η αυτό-γνώση είναι το τέλος της λύπης. Δε θέλουμε να μπούμε στη φασαρία να μελετήσουμε τους εαυτούς μας κι επινοούμε τόσους πολλούς τρόπους φυγής από τη λύπη. Όσο υπάρχει ο παρατηρητής με όλες τις αναμνήσεις του, τούτη η οντότητα που είναι χωριστή, που δημιουργεί ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και τον εαυτό του, πρέπει να υπάρχει λύπη, η λύπη που είναι η σύγκρουση. Και για να δώσουμε πράγματι ένα τέλος στη λύπη, όχι με λόγια αλλά για να τερματίζουμε αυτή τη λύπη κάθε μέρα, σημαίνει να έχουμε επίγνωση της όλης κίνησης του εαυτού όλη την ώρα.

Μπορεί να επιτύχει κανείς την κατάσταση της ειρήνης κοντά στη φύση σ’ έναν μη βιομηχανοποιημένο πολιτισμό, σ’ ένα νησί κάπου, μακριά από τη βία; 

            Φοβάμαι πως αν δραπετεύσει κανείς δε θα βρει ειρήνη επειδή εμείς είμαστε η σύγχιση. Ξέρετε, έχουν δοκιμάσει να βρουν ειρήνη σε μοναστήρια, απαρνούμενοι τον κόσμο, με το να μην κοιτάζουν ποτέ μια γυναίκα – επειδή ένας θρήσκος άντρας λέει πως η γυναίκα είναι ένας πειρασμός, πως είναι του διαβόλου – τα ξέρετε όλα αυτά, κι έχει αποσυρθεί από τη ζωή σ’ ένα μοναστήρι ή έχει φορέσει ένα ράσο.

Σε μια πρωτόγονη κοινωνία – όχι αναγκαία σ’ ένα μοναστήρι.

            Να πάτε πίσω σε μια πρωτόγονη κοινωνία; Το να ζει κανείς με τον εαυτό του είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα του κόσμου, είτε ζείτε σε μια πρωτόγονη κοινωνία ή σε μια άκρως βιομηχανοποιημένη, καλλιεργημένη κοινωνία. Δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από τον εαυτό του. Και δεν είναι ο εαυτός που δημιουργεί τούτο τον όλεθρο. Επομένως, αυτό που είναι σημαντικό και δεν είναι η κοινωνία στην οποία ζούμε, αλλά μάλλον η κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στον εαυτό μας και την κοινωνία στην οποία υπάρχετε. Είτε μπορεί κανείς να καταλάβει τον εαυτό του ολοκληρωτικά, αμέσως – αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να καταλάβει κανείς τον εαυτό του, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Είτε μπορεί να πει: θα μάθω σταδιακά για τον εαυτό μου, κάθε μέρα, λίγο-λίγο, προσθέτοντας όλο και περισσότερα στη γνώση μου για τον εαυτό μου. Όταν προσθέτετε γνώση για τον εαυτό σας, δε μελετάτε την εαυτό σας, μελετάτε αυτό που έχετε αποκτήσει και μέσω αυτής της γνώσης κοιτάζετε τον εαυτό σας.

Φαίνεται πως δεν μπαίνουμε στον κόπο να κοιτάξουμε μέσα μας, να κοιτάξουμε τη λύπη μας, τις μιζέριες μας κι αυτό που είμαστε. Αλλά μπορώ να το δω αυτό έν μέρει και βγήκα από το δρόμο μου για να δώσω όλη μου τη προσοχή σ’ αυτό που είναι, για να κοιτάξω τη λύπη, να κοιτάξω πίσω από τη νωθρότητα, χωρίς να βρίσκομαι σ’ επαφή με την πραγματικότητα. Αλλά όσο περισσότερο το κοιτάζω, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο μου φαίνεται πως μπερδεύομαι – κι αισθάνομαι απλά και μόνο μπερδεμένος.

Τι είναι το μπέρδεμα; Το μπέρδεμα είναι όταν δεν αντιμετωπίζω αυτό που είναι. Κι όταν είναι κανείς μπερδεμένος, όσο περισσότερο προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τον εαυτό του από το μπέρδεμα τόσο περισσότερο μπερδεύεται. Λοιπόν πρώτα, τι κάνει όταν είναι μπερδεμένος; Είμαι μπερδεμένος, δεν ξέρω τι να κάνω. Υπάρχουν διάφορες εκλογές. Και καταλαβαίνω πως όπου υπάρχει εκλογή πρέπει να υπάρχει μπέρδεμα. Τι κάνω λοιπόν; Πρώτα σταματώ, έτσι δεν είναι; Σταματώ, δεν ψάχνω, δεν ρωτώ, δεν απαιτώ, δεν κοιτάζω, δεν παρατηρώ. Αν χαθήκατε ποτέ σε ένα δάσος δεν τρέχετε τριγύρω, πρώτα σταματάτε, βλέπετε γύρω. Αλλά όσο περισσότερο είναι μπερδεμένος κανείς τόσο περισσότερο κυνηγάει, ψάχνει, ρωτάει, απαιτεί, προκαλεί. Λοιπόν το πρώτο πράγμα – αν μπορώ να προτείνω – είναι να σταματήσετε τελείως, εσωτερικά. Κι όταν σταματάτε εσωτερικά, ψυχολογικά, κάθε κίνηση έρευνας, εκλογής, αναζήτησης, ο νους σας γίνεται πολύ γαλήνιος, πολύ διαυγής. Τότε μπορείτε να κοιτάξετε. Μόνο με διαύγεια μπορεί να κοιτάξει κανείς, όχι με μπέρδεμα.

Όταν κοιτάζει κανείς, διάφορες εικόνες παρουσιάζονται, και το να προσπαθεί κανείς να κοιτάξει χωρίς εικόνες σημαίνει διάσπαση προσοχής;

            Σας κοιτάζω, δεν σας ξέρω. Κι επομένως δεν έχω εικόνα για σας. Αλλά αν σας ξέρω σας κοιτάζω με την εικόνα που έχω για σας. Αυτή η εικόνα έχει δημιουργηθεί, έχει συναρμολογηθεί, από αυτά που έχετε πει – είτε σαν προσβολή είτε σαν έπαινο – και μ’ αυτή την εικόνα σας κοιτάζω. Η εικόνα είναι ένας περισπασμός από το να σας κοιτάζω. Μπορώ μόνο να σας κοιτάξω όταν δεν έχω καμιά απολύτως εικόνα για σας, τότε βρίσκομαι πράγματι σε σχέση. Είναι δυνατό ν’ αδιαφορήσω για την εικόνα που έχω φτιάξει, για τις εικόνες που έκανα για σας τόσα χρόνια, ζώντας μαζί σας σαν άντρας ή γυναίκα ή σαν γείτονας σας – για όλες τις εικόνες που έχω για τη σχέση – για όλα αυτά; Αν δεν αδιαφορήσω, αυτές οι εικόνες είναι κάτι το αφηρημένο ή ένας περισπασμός, κι επομένως δεν είναι δυνατό να κοιτάζω. Αν έχω μια εικόνα για το δέντρο δεν μπορώ να κοιτάξω το δέντρο.


            Έχετε μια εικόνα για μένα επειδή έχετε ακούσει και η εικόνα σας είπε, πεθάνετε για ότι γνωρίζετε. Αλλά δεν πεθαίνετε, έχετε τις ιδιαίτερες ευχαριστήσεις σας, προσεκτικά φυλαγμένες, αναμνήσεις των πραγμάτων που είχατε, το ενθύμιο των περασμένων πραγμάτων που διατηρείτε. Αλλά τούτες οι αναμνήσεις δεν πρόκειται να σας βοηθήσουν ν’ αντιμετωπίσετε αυτό το τεράστιο πράγμα που ονομάζεται θάνατος. Κι έτσι είναι δυνατό να πεθάνετε για κάθε μορφή του γνωστού; Διαφορετικά η εικόνα γίνεται αυθεντία, που σημαίνει πως η αφηρημένη έννοια γίνεται μια αυθεντία, όχι πραγματική κατάσταση. Βλέπετε, το κάνουμε πάντοτε αυτό. Πάντα οργώνουμε, οργώνουμε, οργώνουμε, ποτέ δεν σπέρνουμε. Επειδή φοβόμαστε τόσο να σπείρουμε και να δούμε τι θα συμβεί. Μπορεί να έχουμε παράγει αγριόχορτα, ή μπορεί να παράγουμε θαυμάσια δημητριακά, αλλά θέλουμε να οργώνουμε, και ποτέ να σπέρνουμε. Μπορούμε να σπείρουμε μόνο όταν δεν υπάρχει καμία απολύτως εικόνα.