Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Ο δρόμος προς την ελευθερία

Βλέπουμε πως η κοινωνία βρίσκεται σε φοβερή αταξία και πως βασίζεται στην απληστία, το φθόνο, τη δύναμη, τη θέση κτλ. Κι εμείς σαν ανθρώπινα όντα αυτής της κοινωνίας, βρισκόμαστε επίσης σε αταξία, εσωτερικά. Για το μέσο ανθρώπινο όν, η ζωή – η καθημερινή ρουτίνα, η καθημερινή αγγαρεία του να κερδίζει τα προς το ζην, η ανία, η ατελείωτη επανάληψη – έχει πολύ λίγο νόημα. Για να δώσουν νόημα και σημαντικότητα στη ζωή, οι διανοούμενοι σ’ όλο τον κόσμο, στην δύση και στην ανατολή, έχουν επινοήσει φιλοσοφίες και θρησκείες, έχουν πει: «υπάρχει θεός, υπάρχει μια κάποια πνευματική για την οποία πρέπει κανείς να μοχθεί», και υπήρξαν τόσοι πολλοί έξυπνοι φιλόσοφοι που δηλώνουν ορισμένα πράγματα τελείως άσχετα με τη ζωή. Δοκίμασαν να δώσουν σημαντικότητα, αλλά στην πραγματικότητα – μη διανοητικά, μη ιδεασμικά – η ζωή όπως είναι, όπως τη ζούμε κάθε μέρα, είναι αρκετά άσκοπη. Και δεν έχει νόημα, όχι επειδή εμείς σαν ανθρώπινα όντα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αταξίας, αλλά επίσης επειδή η ζωή μας είναι πολύ μονότονη. Περνάμε σε ένα γραφείο σαράντα χρόνια – ατέλειωτα εκτελώντας κάτι που έχει πολύ λίγο νόημα, και όπως βλέπουμε, εσωτερικά, η αταξία μεγαλώνει. Εξωτερικά προσπαθούν να εδραιώσουν την τάξη με την βοήθεια του νόμου, με την βοήθεια διαφόρων μορφών δικτατορίας, ελέγχοντας το μυαλό και τη συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων – προκαλώντας εξωτερικά, πολιτικά, οικονομικά, μια εικονικότητα τάξεως, αλλά εσωτερικά δεν υπάρχει καθόλου τάξη. Η τάξη συνεπάγεται μια πνευματική κατάσταση όπου δεν υπάρχει καθόλου ψυχική σύγκρουση, μια πνευματική κατάσταση που δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε προσωπική προτίμηση ή κλίση, ή δεν πιέζεται από εξωτερικές επιδράσεις του περιβάλλοντος. Και νομίζω πως τούτη η τάξη πρέπει να γεννηθεί χωρίς καμιά προσπάθεια, δεν μπορεί να προξενηθεί με θέληση, με εννοιολογική ή ιδεασμική προσπάθεια – στο συγχυσμένο μυαλό κάποιου, στη μιζέρια του, σε τούτη την ατελείωτη διαμάχη, τέτοια προσπάθεια δεν είναι δυνατό να προξενήσει τάξη, μπορεί μόνο ν’ αυξήσει τη σύγχυση.

Τι πρέπει να κάνει κανείς; Τι πρέπει να κάνει ένα ανθρώπινο ον που αναγνωρίζει πως είναι μπερδεμένος, αβέβαιος, πως ζει μια ζωή ρουτίνας, μιμούμενος, προσαρμοζόμενος σ’ ένα υπόδειγμα που έχει τεθεί από την κοινωνία, της οποίας ο ίδιος είναι μέρος – που όμως βλέπει την αναγκαιότητα του να υπάρχει τάξη μέσα του; Αν δεν υπάρχει εσωτερική τάξη – όση και να είναι η τάξη εξωτερικά – η εσωτερική αταξία σταθερά θα καταβάλλει την εξωτερική ανικανότητα της τάξης – νομίζω πως είναι αρκετά ξεκάθαρο. Πως μπορεί κανείς να επιφέρει την τάξη μέσα του;

Η τάξη σημαίνει μια πνευματική κατάσταση όπου δεν υπάρχει αντίφαση, κι επομένως διαμάχη – κι αυτό δε συνεπάγεται μια κατάσταση στασιμότητας ή παρακμής.

Η τάξη που είναι σύμφωνα με μια φόρμουλα, σύμφωνα με μια ιδέα ή έννοια, είναι μόνο αταξία. Εάν προσαρμοστεί ένα ανθρώπινο ον σ’ ένα υπόδειγμα σκέψης – ένα ιδανικό κάποιου πράγματος που θα έπρεπε να είναι – τότε απλά και μόνο μιμείται, προσαρμόζεται, πειθαρχεί και πιέζει τον εαυτό του να ταιριάξει σ’ ένα καλούπι. Όταν το κάνει αυτό – που στην κοινωνία εξαναγκάζεται να το κάνει για αιώνες και αιώνες, προσπαθώντας η κοινωνία να τον ελέγξει με την βοήθεια διαφόρων θρησκευτικών καθιερώσεων, με την βοήθεια νόμων κτλ. – τότε μέσα του προξενείται πάντα μεγάλη αταξία. Και νομίζω πως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τη σημερινή εξέγερση που συμβαίνει στον κόσμο. Οι νεότερες γενιές προσπαθούν να ξεφορτωθούν τις ιδέες, τους θεούς, τη συμπεριφορά της παλαιότερης γενιάς, τα πάντα απορρίπτονται, εξεγείρονται κατά της κοινωνίας, κατά της καθιερωμένης τάξης. Κι όμως και η τάξη που προσπαθούν να βρουν αργά-αργά προσαρμόζεται κι αυτή – κι επομένως δημιουργεί αταξία μέσα τους.

Έτσι το πρόβλημα είναι – δεν είναι; - πως θα επιφέρουμε μια ριζοσπαστική αλλαγή; - αυτή η ουσιαστική ανάγκη είναι φανερή. Αν υπάρχει ένα κίνητρο αλλαγής τότε είσαστε αλυσοδεμένοι ή δεσμευμένοι με το παρελθόν επειδή όλα τα κίνητρα έρχονται από το υπόβαθρο της προσδιορισμένης συμπεριφοράς κάποιου.

Όλοι συμφωνούμε, ακόμα κι αν μόνο διανοητικά, πως πρέπει να γίνει αλλαγή σε όλη τη δομή του νου, σε ολόκληρο το είναι. Και δοκιμάσαμε τόσους πολλούς τρόπους με τη βοήθεια της πειθαρχίας, της προσαρμογής, της υπακοής, με το να είμαστε οπαδοί ή δεχτήκαμε τη ζωή όπως είναι και τη ζήσαμε έντονα, κι αν είχε κάποιος ικανότητα, χρήματα, τότε όταν πρόκειται να πεθάνει λέει στον εαυτό του πως είχε μια καλή ζωή κι αυτό είναι το τέλος της υπόθεσης. Μπορεί να παραδεχόμαστε πως για να ζήσουμε πρέπει να έχουμε τάξη – επειδή χωρίς τάξη δεν υπάρχει γαλήνη – αλλά η τάξη που προέρχεται όταν ταυτίσει κανείς τον εαυτό του με μια έννοια, μια ιδέα, μια φόρμουλα, προξενεί μόνο μια απομόνωση. Μολονότι μπορεί να ταυτίσει κανείς τον εαυτό του με κάτι σαν τον εθνικισμό, ή με μια αντίληψη του θεού, αυτό προξενεί αποσύνδεση και σύγκρουση. Επομένως, το να ταυτίζει κανείς τον εαυτό του με μια ιδέα, με μία έννοια, δεν επιφέρει ριζοσπαστική αλλαγή.

Υπάρχουν τεράστιες τεχνολογικές αλλαγές που συμβαίνουν εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είμαι ο ίδιος όπως ήμουν για αιώνες, σε σύγκρουση, σε μιζέρια, σε πάλη με τον εαυτό μου και με άλλους – η ζωή μου είναι ένα πεδίο μάχης. Όλες οι σχέσεις μου βασίζονται σε εικόνες, που σχηματίζονται από τη σκέψη. Η ζωή μου είναι ένα πεδίο μάχης, θέλω να την αλλάξω, βλέπω πως δεν είναι δυνατό να ζήσω με γαλήνη μέσα μου, ή με την κοινωνία, αν δεν υπάρχει πλήρης τάξη – που σημαίνει πλήρης ελευθερία. Και δεν υπάρχει ελευθερία δια της σκλαβιάς σε μια ιδέα, ή στην παραδοχή μιας κάποιας θεολογίας, ή στην προσαρμογή σ’ ένα κάποιο υπόδειγμα που έχει τεθεί από την κοινωνία ή από τον εαυτό μου. Έτσι τι πρέπει να κάνω; Τι μπορώ σαν ένα ανθρώπινο ον – με εξαρτημένα αντανακλαστικά δια μέσου εκατομμυρίων ετών, με ένα εγκέφαλο που λειτουργεί μόνο σύμφωνα με υποδείγματα αυτό-διατήρησης, τούτη η αυτό-διατήρηση οδηγώντας όλο και περισσότερο σε αυτό-απομόνωση, κι επομένως σε όλο και περισσότερη σύγκρουση – να κάνω; 

Είναι φανερό πως δεν υπάρχει καμιά αυθεντία, κανείς δεν πρόκειται να μας πει τι να κάνουμε, κανείς παπάς, θεολόγος, δάσκαλος, βιβλίο, κόμμα, εξωτερικός παράγοντας δεν πρόκειται να μας πει τι να κάνουμε. Τους δοκιμάσαμε όλους αυτούς, και δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα, και δεν είχαν ποτέ. Μια και δεν υπάρχει αυθεντία πρέπει να βασιστώ τελείως στον εαυτό μου – όμως, ο «εαυτός μου» είναι μια μπερδεμένη οντότητα. Όσο περισσότερο απορρίπτω κάθε μορφή εξωτερικού παράγοντα που υποσχέθηκε να επιφέρει μια αλλαγή μέσα μου – όλες τις καθιερώσεις, όλους τους νόμους που με υποχρεώνουν να κάνω τούτο ή εκείνο – όσο περισσότερο τ’ απορρίπτω τόσο περισσότερο αντιλαμβάνομαι το τεράστιο πρόβλημα του εαυτού μου, που είμαι μπερδεμένος, αβέβαιος, σε άγνοια. Και όταν το αντιληφθεί κανείς αυτό, υπάρχει περισσότερος φόβος, περισσότερη απελπισία, και σαν αντίδραση μια αντιστροφή, και γίνεται κανείς μέλος διαφόρων οργανισμών, πολιτικών ή θρησκευτικών – αν ήταν κανείς καθολικός ή ορθόδοξος ή βρίσκει κανείς κάποια άλλη μορφή διασκέδασης χωρίς βασικά να λύνει καθόλου το πρόβλημα.

Έχει απορρίψει κανείς ολοκληρωτικά κάθε εξωτερική αυθεντία – αν έχει – και βρίσκει πως η αυθεντία είναι μια από τις αιτίες της αταξίας. Βλέπει κανείς πως ακολούθησε έναν αποκαλούμενο φιλόσοφο, δάσκαλο, σωτήρα, από φόβο – όχι από αγάπη. Αν είχε κανείς αγάπη, δε θ’ ακολουθούσε κανένα. Η αγάπη δεν έχει καθήκοντα, ευθύνη, δεν υπακούει. Γίνεται κανείς οπαδός, δέχεται, υπακούει, ουσιαστικά επειδή υπάρχει φόβος – φόβος του να μη φτάσει, του να πάει στραβά, κτλ., μια ντουζίνα μορφών φόβου. Εσωτερικά, το ν’ απορρίψετε την αυθεντία τελείως – την αυθεντία ενός άλλου κι επίσης την αυθεντία των δικών σας εννοιών, της δικιάς σας εμπειρίας του παρελθόντος – είναι ασυνήθιστα δύσκολο πράγμα. Είναι αρκετά εύκολο το ν’ αρνηθείτε την αυθεντία της κοινωνίας – οι μοναχοί το έχουν κάνει με διάφορους τρόπους, και η μοντέρνα νεότερη γενιά το κάνει με διαφορετικό τρόπο – αλλά το ν’ απορρίψει κανείς την αυθεντία της ίδιας του της προσδιορισμένης συμπεριφοράς – της δικιάς του εμπειρίας, την αυθεντία του παρελθόντος του, απ’ όπου προέρχεται κανείς και που γίνεται ανώτατη εξουσία – είναι πολύ δύσκολο. Και το ν’ απορρίψετε αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό, επειδή τούτο είναι αυτό που δημιουργεί εξωτερική εξουσία, κι επίσης προκαλεί φόβο – επειδή θέλει κανείς να είναι βέβαιος, σίγουρος, ασφαλής.

Έτσι, η ελευθερία από την αυθεντία, που σημαίνει ελευθερία από το φόβο, από τον ψυχολογικό φόβο, είναι σίγουρα η πρώτη αξίωση για την τάξη; Δεν είναι δυνατό να είναι κανείς ελεύθερος, ολοκληρωτικά από το φόβο – και στο συνειδητό καθώς και στο ασυνείδητο επίπεδο; Και υπάρχει καθόλου τέτοιο πράγμα σαν το ασυνείδητο; Έχουμε δεχτεί την ιδέα του ασυνείδητου σα μέρος από μας – αλλά υπάρχει τέτοιο πράγμα; Διότι, διερευνώντας τώρα αυτό το ερώτημα του αν είναι δυνατό κανείς να είναι απολύτως ελεύθερος από φόβο, είναι φανερό πως πρέπει να εξετάσει τούτο το ερώτημα του ασυνείδητου.

Όπως λένε, το ασυνείδητο είναι το παρελθόν, η φυλετική κληρονομιά, η αποθήκη όλης της ανθρώπινης προσπάθειας – βρίσκεται σ’ ένα πολύ βαθύ επίπεδο μέσα στον καθένα μας. Πως μπορεί ν’ ανακαλύψει ο συνειδητός νους αυτή την αποθήκη, όλα αυτά τα κρυμμένα που έχουμε δεχτεί; Πως θα μπορέσουμε να εξετάσουμε με το συνειδητό νου κάτι που είναι ασυνείδητο; Λένε πως το εξετάζετε με την βοήθεια της ανάλυσης – πηγαίνοντας σ’ έναν εμπειρογνώμονα, σ’ έναν ψυχαναλυτή – δηλαδή, αν έχετε τα χρήματα κι αισθάνεστε αρκετά νευρωτικοί για να πάτε σε αυτόν. Τώρα, πως θα εξετάσετε εσείς σαν ανθρώπινο ον κάτι για το οποίο δεν ξέρετε τίποτα, εκτός από λεκτικά; Μπορεί ο συνειδητός νους να διερευνήσει, ν’ ανακαλύψει το ασυνείδητο – ή μπορεί μόνο ν’ ανακαλύψει με τα όνειρα, τους υπαινιγμούς, μια σποραδική αναλαμπή αυτού του πράγματος, που ονομάζεται το ασυνείδητο; Μπορεί ο παρατηρητής, που είναι ο ψυχαναλυτής, που είναι μέρος της και όχι χωρισμένος από τη δομή, να εξετάσει το άλλο μέρος της και όχι χωρισμένος από τη δομή, να εξετάσει το άλλο μέρος της δομής; Αυτό που μπορεί να εξετάσει είναι το δικό του μέρος κι όχι ολόκληρη η δομή. Μπορεί να προσπαθήσει ν’ αναλύσει το ασυνείδητο προσέχοντας κάθε κίνηση της σκέψης, κάθε κίνητρο, κάθε όνειρο. Και για να το κάνει αυτό χρειάζεται χρόνος. Μπορείτε να περάσετε όλη σας τη ζωή αναλύοντας. Κι αν στην ανάλυσή σας δεν είσαστε εξαιρετικά ακριβείς, η επόμενη ανάλυση σας θα είναι λαθεμένη. Χρειάζεται χρόνος – και είναι ο χρόνος το όργανο που θα φέρει ελευθερία, κι επομένως τάξη; - ο χρόνος όντας η απόσταση ανάμεσα στον ψυχαναλυτή, και το αναλυόμενο, και το αντικείμενο που θα κερδηθεί στο τέλος της ανάλυσης. Για να καλυφθεί αυτό το διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή και το έσχατο τέλος όπου θα είναι ολοκληρωτικά ελεύθερος – αυτή η απόσταση είναι χρόνος. Αυτό το διάστημα, η προοδευτική διαδικασία, είναι χρόνος – θα φέρει ο χρόνος ελευθερία και τάξη;

Ζήσαμε χιλιάδες χρόνια μ’ αυτό το τρόπο και δεν ξεφύγαμε από την παγίδα. Βγαίνουμε από την παγίδα, μόνο για να πέσουμε σε μια άλλη. Βλέπει κανείς πως όσο υπάρχει φόβος, σ’ οποιοδήποτε επίπεδο συνείδησης, πρέπει να υπάρχουν συνεχώς παγίδες και αυθεντίες. Κι έτσι το ασυνείδητο γίνεται εξαιρετικά σημαντικό – δηλαδή, όταν λέτε πως ο χρόνος είναι αναγκαίος για να επέλθει αλλαγή, τότε έχετε όλα τούτα τα μπερδεμένα προβλήματα κι επομένως απολύτως κανένα τέλος στο πρόβλημα. Αλλά αν αρνείστε το χρόνο, δηλαδή – απολύτως κανένα αύριο, ψυχολογικά, που σημαίνει στην πραγματικότητα, κανένα αύριο σαν ευχαρίστηση – δεν υπάρχει προοδευτικό ξεδίπλωμα του συνειδητού ή του ασυνείδητου. Αν αρνηθείτε το χρόνο δεν υπάρχει απόκτηση αρετής, δεν υπάρχει επίτευγμα, δεν υπάρχει αύριο. Που δε σημαίνει, αν πείτε: «δεν υπάρχει αύριο», πως βρίσκεται κανείς σε απελπισία. Αλλά αν πράγματι καταλαβαίνετε τούτο όλο το θέμα, τότε, όταν ο νους ελευθερωθεί από το χρόνο το ερώτημα του φόβου γίνεται κάτι τελείως διαφορετικό. Τότε ο νους βρίσκεται σε άμεση επαφή μ’ αυτό το πράγμα που ονομάζεται φόβος – δεν υπάρχει διάστημα χώρου ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο, το φόβο. Λέει κανείς: «φοβάμαι», φοβάμαι το γείτονα μου, τον θάνατο, το πως δεν θα έχω επιτυχία – δηλαδή, είμαι διαφορετικός από το φόβο. Κι όταν υπάρχει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο, τότε υπάρχει μια δράση του κα κάνει κανείς κάτι για το παρατηρούμενο. Όταν λέω: «φοβάμαι», τότε θέλω να κάνω κάτι γι’ αυτό το φόβο, θέλω να τον ελέγξω, θέλω να τον διαμορφώσω, θέλω να τον ξεφορτωθώ, θέλω να ξεφύγω απ’ αυτόν, που σημαίνει πως είμαι διαφορετικός απ’ αυτό το φόβο. Αλλά είμαι αυτός ο φόβος, αυτός ο φόβος κι εγώ είμαστε μέρος της όλης δομής της ζωής.

Ας το θέσουμε διαφορετικά. Όλες οι σχέσεις ανάμεσα στ’ ανθρώπινα όντα βασίζονται σε εικόνες. Έχετε μια εικόνα για το φίλο σας, ή τη γυναίκα σας, ή το σύζυγό σας, κι αυτός έχει ή αυτή έχει μια εικόνα για σας, η σχέση είναι ανάμεσα σ’ αυτές τις εικόνες – τούτο είναι φανερό. Οι εικόνες έχουν συναρμολογηθεί από τη σκέψη, από διάφορες μορφές προσβολών, ευχαριστήσεων, πόνων, όλα τα συναφή, ανάμεσα στ’ ανθρώπινα όντα. Η σχέση είναι μόνο ανάμεσα στις εικόνες. Όταν δεν υπάρχουν καθόλου εικόνες, τότε υπάρχει μια πραγματική σχέση – τότε βρίσκεστε άμεσα σε επαφή. Που σημαίνει πως υπάρχει η απουσία της σκέψης, του «εμένα», της μνήμης – που στην πραγματικότητα ανήκει στο παρελθόν. Επομένως αντιμετωπίζετε κάτι που είναι άμεσο – κι επειδή έχει κανείς εξαλείψει τη σύγκρουση, έχει τρομακτική ενέργεια.

Όταν απορρίπτει κανείς ή βάζει ένα τέλος ή σταματά τον χρόνο, τότε υπάρχει μόνο το γεγονός του φόβου – επομένως δεν υπάρχει φυγή από τον φόβο, δεν υπάρχει έλεγχος, δεν υπάρχει εξιδανίκευση. Όταν αυτό είναι ένα γεγονός, τότε επέρχεται μια τρομακτική αλλαγή. Δηλαδή, όταν δεν υπάρχει πλέον ο παρατηρητής – η οντότητα που λέει: «εγώ φοβάμαι», τότε το «εγώ» όντας ξεχωριστό από το φόβο – τότε, δεν υπάρχει καθόλου φόβος.

Έτσι έχει μάθει κανείς να παρατηρεί χωρίς ολόκληρη τη διαδικασία της νόησης, χωρίς να τεθεί σε κίνηση η σκέψη. Γιατί η σκέψη είναι η ανταπόκριση της μνήμης, της γνώσης, της εμπειρίας από το παρελθόν. Η σκέψη είναι πάντα παλιά και δεν μπορεί να είναι καινούρια. Υπάρχει μόνο μια καινούρια κατάσταση ύπαρξης όπου η σκέψη, έχοντας τελείως κατανοηθεί, φτάνει σ’ ένα τέλος – αυτή είναι η βασική αλλαγή. Η σκέψη αναζητώντας πάντα από το παρελθόν τη δική της ασφάλεια, δημιούργησε το φόβο. Βασικά αναζητάμε ασφάλεια συσχετισμένη με το παρελθόν – είχα πόνο, δεν θέλω πόνο, υπήρξα ευτυχισμένος, πρέπει να είμαι ευτυχισμένος στο μέλλον, είχα ευχαρίστηση, πρέπει να υπάρξει περισσότερη ευχαρίστηση. Η σκέψη, ούσα παλιά, λειτουργεί σε τούτη την αναζήτηση μόνο για ασφάλεια. Κι αν παρατηρήσει κανείς τον εαυτό του προσεκτικά, θα δει πως όλη η δυσαρέσκεια που έχει μεταβάλλεται σε κάποια δηλητηριώδη ικανοποίηση, την ασφάλεια.

Είναι η σκέψη που δημιουργεί το διάστημα του χρόνου που προξενεί την αταξία. Αλλά αν βλέπει κανείς κάτι, στ’ αλήθεια καθαρά, όταν απουσιάζει η σκέψη, το κάνει αυτό αμέσως, δεν υπάρχει διάστημα χρόνου – το να το βλέπει κανείς είναι το να κάνει. Για να δει πολύ καθαρά, χωρίς καμία σύγχυση, ο νους πρέπει να είναι τελείως σιωπηλός. Αν θέλω να σε δω ή να σε καταλάβω, είναι ολοφάνερο πως ο νους μου πρέπει να σταματήσει να φλυαρεί. Στην κατάσταση του ακατάπαυστου μονόλογου, της διανοητικής συζήτησης, της φλυαρίας, δεν είναι δυνατό να δει κανείς τίποτα καθαρά. Μόνο όταν ο νους είναι ήσυχος μπορείτε πράγματι να δείτε καθαρά  - αλλά δεν μπορείτε να κάνετε το νου να σιγήσει με βία, με πειθαρχία.

Η ησυχία του νου έρχεται μόνο όταν βλέπετε όλες τις επιπτώσεις του φόβου, της αυθεντίας, του χρόνου και το χωρισμό ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο – όταν βλέπετε όλη τη δομή. Για να δει την όλη δομή, ολοφάνερα ο νους σας πρέπει να είναι ήσυχος, πρέπει να μάθει κανείς πως να κοιτάζει – όχι στα πιο σύνθετα πράγματα, αλλά μόνο να κοιτάζει χωρίς καμία κίνηση της σκέψης, μόνο να κοιτάζει.

Όταν βλέπει κανείς εξωτερικά κι εσωτερικά όλη τούτη την αταξία, τη σύγχυση, τη μιζέρια, τη μοναξιά και την απόλυτη έλλειψη νοήματος της ζωής όπως τη ζούμε – μπορεί να επινοήσει κανείς ασυνήθιστες ιδέες γι’ αυτήν, αλλά είναι απλές επινοήσεις, θεωρίες. Αλλά όταν καταλαβαίνετε όλη τη φύση του χρόνου και της σκέψης και την απορρίπτετε, τότε δεν υπάρχει ανάγκη αναζήτησης μιας σπουδαιότητας στη ζωή. Τότε υπάρχει μια αρκετά διαφορετική κατάσταση – που δεν προξενείται από τη σκέψη  - που ολοφάνερα δεν μπορεί να εξηγηθεί με λέξεις. Όσο περισσότερο το εξηγείτε με λέξεις τόσο λιγότερο είναι. Αλλά να το ανακαλύψει πράγματι κανείς επειδή έχει παρατηρήσει – αυτή η κατάσταση του νου, βέβαια, είναι ο απελευθερωμένος νους. Δεν έχει να κάνει τίποτα μ’ οποιοδήποτε οργανωμένο πιστεύω και δόγμα.