Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Το πρώτο βήμα είναι το τελευταίο ...

Όταν λέμε ότι το πρώτο βήμα είναι το τελευταίο βήμα, σκεφτόμαστε τον χρόνο σαν οριζόντια ή κάθετη κίνηση, δεν είναι έτσι; Σκεφτόμαστε την κίνηση κατά μήκος ενός επιπέδου, έτσι; Αν μπορούσαμε να παραμερίσουμε το κάθετο με το οριζόντιο εντελώς, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι, όπου κι αν είμαστε, σε όποιο επίπεδο διαμόρφωσης, οντότητας, η αντίληψη της αλήθειας, του γεγονότος, είναι εκείνη τη στιγμή το τελευταίο βήμα.

Πάρτε έναν υπάλληλο σε ένα γραφείο, με όσα αυτό συνεπάγεται, ο υπάλληλος ακούει κι αντιλαμβάνεται. Ο άνθρωπος ακούει και κάποια στιγμή, βλέπει πραγματικά. Αυτό το κοίταγμα κι αυτή η αντίληψη είναι το πρώτο και το τελευταίο βήμα, γιατί τη συγκεκριμένη στιγμή άγγιξε την αλήθεια και βλέπει κάτι πολύ καθαρά.

Αλλά τι συμβαίνει μετά; Θέλει να καλλιεργήσει αυτή την κατάσταση. Την αντίληψη και την απελευθέρωση που έφερε, θέλει να τη διαιωνίσει, να τη μετατρέψει σε μέθοδο. Έτσι όμως παγιδεύεται και χάνει ολότελα την ποιότητα της αντίληψης.

Οποιαδήποτε μέθοδος, διαδικασία, συνεπάγεται έναν τελικό σκοπό. Είναι μια κίνηση από το οριζόντιο στο κάθετο. Το κάθετο οδηγεί στον τελικό σκοπό. Και επομένως νομίζουμε ότι η αντίληψη, η απελευθέρωση είναι ένας τελικός σκοπός, ένα τέρμα.

Οποιαδήποτε διαδικασία, συνεπάγεται έναν τελικό σκοπό, και νομίζουμε ότι η αντίληψη, η απελευθέρωση είναι ένας τελικός σκοπός. Ένα σημείο που δεν έχει κίνηση. Έτσι, κάθε μέθοδος, κάθε άσκηση, κάθε σύστημα υπονοεί μια διαδικασία προς έναν τελικό σκοπό, ένα τέρμα. Αν δεν υπήρχε η έννοια, η ιδέα του τελικού σκοπού, δεν θα υπήρχε διαδικασία.

Όλο το οικοδόμημα της σκέψης είναι χτισμένο πάνω σε μια οριζόντια κίνηση κι επομένως κάθε προβολή της αιωνιότητας πρέπει να βρίσκεται στο οριζόντιο επίπεδο.

            Είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε ένα βιβλίο οριζόντια. Όλα είναι οριζόντια, όλα μας τα βιβλία. Όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Και πιστεύουμε ότι το πρώτο κεφάλαιο πρέπει αναπόφευκτα να οδηγεί στο τελευταίο κεφάλαιο. Αισθανόμαστε ότι όλες οι πρακτικές ασκήσεις οδηγούν σ’ ένα τέρμα. Όλα είναι οριζόντιο διάβασμα. Ο νους μας, τα μάτια μας, η στάση μας απέναντι στα πράγματα, είναι διαμορφωμένα να λειτουργούν οριζόντια και στο τέλος υπάρχει ο τελικός σκοπός. Το βιβλίο τελείωσε. Αναρωτιόμαστε αν η αλήθεια ή η φώτιση είναι ένα τελικό κατόρθωμα, ένα τελικό σημείο πέρα από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα.

Από το οποίο δεν μπορείς να γλιστρήσεις και να πέσεις ξανά στα ίδια. Θα μπορούσα για μια στιγμή να αντιληφθώ, να έχω πλήρη αντίληψη και την καταλαβαίνω την ποιότητα αυτής της κατάστασης. Λίγο αργότερα, η σκέψη εμφανίζεται ξανά. Λέω στον εαυτό μου: «Ξαναγύρισα στην παλιά κατάσταση». Αναρωτιέμαι αν εκείνο το άγγιγμα έχει κάποια αξία. Βάζω μια απόσταση, ένα φράγμα ανάμεσα σε μένα κι εκείνη την κατάσταση – λέω, αν η κατάσταση εκείνη ήταν αληθινή, η σκέψη δεν θα παρουσιαζόταν ξανά.

            Βλέπω, αντιλαμβάνομαι κάτι που είναι ιδιαίτερο, κάτι που είναι αληθινό. Θέλω να διαιωνίσω αυτή την αντίληψη, να δώσω συνέχεια έτσι που αυτή η αντίληψη – δράση να συνεχίζεται στην καθημερινή μου ζωή. Νομίζω ότι εκεί βρίσκεται το λάθος. Ο νους είδε κάτι αληθινό, αυτό αρκεί, αυτός ο νους είναι καθαρός, αθώος νους, που δεν έχει πληγωθεί. Η σκέψη θέλει να συνεχίσει αυτή την αντίληψη μέσα στις καθημερινές πράξεις. Ο νους έχει δει κάτι πολύ καθαρά, άφησέ το εκεί. Το επόμενο βήμα είναι το τελικό βήμα. Επειδή ο νους μου είναι κιόλας καινούριος, έτοιμος να κάνει το επόμενο τελικό βήμα, στην καθημερινή κίνηση της ζωής, δεν κουβαλάει τίποτα. Η αντίληψη δεν έγινε γνώση.

Είναι ο εαυτός, σαν ο ενεργών σε σχέση με τη σκέψη, που πρέπει να παύσει ή το κοίταγμα, η αντίληψη;

            Ο νους πρέπει να πεθάνει ως προς εκείνο το πράγμα που είναι αληθινό. Αλλιώς, γίνεται μνήμη, που μετά γίνεται σκέψη και η σκέψη ρωτάει: «Πως μπορώ να διαιωνίσω αυτή την κατάσταση;». Αν ο νους βλέπει καθαρά, και μπορεί να δει καθαρά μόνο όταν το κοίταγμα είναι το τελείωμά του, τότε ο νους μπορεί ν’ αρχίσει μια κίνηση όπου το πρώτο βήμα είναι το τελευταίο βήμα. Αυτό δεν περιέχει καμία διαδικασία. Δεν υπάρχει το στοιχείο του χρόνου. Ο χρόνος μπαίνει όταν, έχοντας δει καθαρά, έχοντας αντιληφθεί, υπάρχει συνέχιση, μεταφορά και εφαρμογή στην επόμενη περίσταση.

Η μεταφορά είναι η μη αντίληψη, το μη κοίταγμα.

            Επομένως, όλες οι παραδοσιακές προσεγγίσεις που προσφέρουν μια μέθοδο ή διαδικασία, έχουν ασφαλώς ένα σημείο, ένα συμπέρασμα, έναν τελικό σκοπό και καθετί που έχει μια κατάληξη, ένα τελικό σημείο, δεν είναι καθόλου ζωντανό πράγμα. Είναι σα να λέμε ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι προς τον σταθμό. Ο σταθμός είναι καθορισμένος. Είναι η αλήθεια ένας τελικός σκοπός που από τη στιγμή που τον πετύχεις, τα πάντα τέλειωσαν – οι αγωνίες σου, οι φόβοι σου κλπ.; Ή μήπως λειτουργεί εντελώς διαφορετικά; Σημαίνει μήπως ότι μια και μπήκα στο τραίνο, τίποτα πια δεν μπορεί να μου συμβεί; Σημαίνει ότι περιμένω με σιγουριά πως το τραίνο θα με μεταφέρει στον προορισμό μου; Όλα αυτά είναι οριζόντιες κινήσεις. Επομένως, η διαδικασία συνεπάγεται κάποιο καθορισμένο σημείο. Τα συστήματα, οι μέθοδοι, οι πρακτικές ασκήσεις, όλα προσφέρουν ένα σταθερό σημείο και υπόσχονται στον άνθρωπο πως όταν το φτάσει, όλα του τα βάσανα τελείωσαν. Υπάρχει κάτι που να είναι πραγματικά άχρονο; Ένα σταθερό σημείο βρίσκεται μέσα στο χρόνο. Είναι μέσα στο χρόνο γιατί το έχετε προβάλει, υποθέσει. Επειδή, το σκεφτήκατε το τελικό σημείο και η σκέψη σας αυτή είναι χρόνος. Είναι δυνατόν να συναντήσει κανείς εκείνο το πράγμα που δεν ανήκει στον χρόνο, που δεν έχει διαδικασία, σύστημα, μέθοδο, δρόμο; Μπορεί αυτός ο νους που είναι τόσο διαμορφωμένος οριζόντια, μπορεί αυτός ο νους, γνωρίζοντας ότι ζει οριζόντια, να αντιληφθεί εκείνο που δεν είναι ούτε οριζόντιο ούτε κάθετο; Μπορεί να αντιληφθεί για μια στιγμή; Μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτό το κοίταγμα έκανε κάθαρση και να το τελειώσει; Σ’ αυτό βρίσκεται το πρώτο και το τελευταίο βήμα, επειδή είδε με καινούρια μάτια. Το ερώτημα, είναι ένας τέτοιος νους πάντα ελεύθερος από βάσανα;, νομίζω ότι είναι το ερώτημα λάθος. Όταν κάνετε αυτή την ερώτηση, σκέφτεστε ακόμα μέσα στα όρια ενός τελικού αποτελέσματος. Έχετε ήδη καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα κι έτσι βρίσκεστε ξανά στην οριζόντια διαδικασία.

Το λεπτό σημείο είναι ότι ο νους πρέπει να κάνει θεμελιακές ερωτήσεις, αλλά ποτέ το «πως».

            Πολύ σωστά. Βλέπω πολύ καθαρά. Αντιλαμβάνομαι. Η αντίληψη είναι φως. Θέλω να την συνεχίσω σαν ανάμνηση, σαν σκέψη και να την εφαρμόσω στην καθημερινή ζωή κι επομένως εισάγω τη δυαδικότητα, τη σύγκρουση, την αντίφαση. Έτσι λέω, πως μπορώ να πάω πέρα απ’ αυτά; Όλα τα συστήματα προσφέρουν μια διαδικασία, ένα σταθερό σημείο και το τέλος όλων των προβλημάτων. Η αντίληψη είναι φως γι’ αυτόν το νου. Δεν ασχολείται άλλο με την αντίληψη γιατί αν ασχοληθεί, η αντίληψη θα γίνει ανάμνηση. Μπορεί ο νους, όταν δει, αντιληφθεί κάτι πολύ καθαρά, να θέσει τέρμα στην προηγούμενη αντίληψη; Τότε, εδώ ακριβώς, το πρώτο βήμα είναι και το τελευταίο βήμα. Ο νους είναι φρέσκος για να δει. Για έναν τέτοιο νου, έχουν πάρει τέλος όλα τα βάσανα; Ο νους αυτός δεν κάνει αυτή την ερώτηση. Όταν κάτι συμβεί, ο νους αυτός θα δει. Λοιπόν, τι συμβαίνει; Όταν κάνω την ερώτηση «θα μου σταματήσει αυτό όλα τα προβλήματα;» ήδη σκέφτομαι το μέλλον κι επομένως παγιδεύτηκα στον χρόνο. Αλλά δεν ασχολούμαι μ’ αυτό. Βλέπω, αντιλαμβάνομαι. Τελείωσε. Βλέπω κάτι πολύ καθαρά – η διαύγεια της αντίληψης. Η αντίληψη είναι φως. Τελείωσε. Επομένως ο νους δεν παγιδεύεται ποτέ στο χρόνο. Κάνοντας το πρώτο βήμα, κάνει το τελευταίο βήμα κάθε φορά. Έτσι βλέπουμε ότι όλες οι μέθοδοι, όλα τα συστήματα πρέπει να απορριφθούν ολοκληρωτικά γιατί διαιωνίζουν το χρόνο. Μέσα από το χρόνο ελπίζετε να φτάσετε στο άχρονο.

Βλέπω ότι τα όργανα που χρησιμοποιείτε σε όσα λέτε είναι το «βλέπω» και το «ακούω». Αυτές είναι αισθητήριες κινήσεις. Αλλά με αισθητήριες κινήσεις δημιουργείται και η διαμόρφωση. Τι είναι εκείνο που κάνει μια κίνηση να διαλύει τελείως τη διαμόρφωση και μιαν άλλη να τη δυναμώνει;

            Πως ακούω αυτή την ερώτηση; Πριν απ’ όλα δεν ξέρω. Θα μάθω. Αν μαθαίνω με σκοπό να αποκτήσω γνώση, με την οποία θα δράσω, αυτή η δράση γίνεται μηχανική. Αλλά όταν μαθαίνω χωρίς συσσώρευση – που σημαίνει αντίληψη, ακρόαση που δεν γίνεται κτήμα – ο νους είναι πάντα άδειος. Λοιπόν, ποιο είναι το ερώτημα; Μπορεί ο νους που είναι άδειος να διαμορφωθεί ποτέ και γιατί διαμορφώνεται; Ένας νους που ακούει πραγματικά, μπορεί ποτέ να διαμορφωθεί; Αυτός ο νους πάντα μαθαίνει, πάντα είναι σε κίνηση. Δεν είναι μια κίνηση από κάτι προς κάτι. Η κίνησε δε μπορεί να έχει αρχή και τέλος. Είναι κάτι ζωντανό, ποτέ διαμορφωμένο. Ο νους που αποχτά γνώσεις για να λειτουργήσει, διαμορφώνεται από την ίδια του τη γνώση.

Είναι το ίδιο όργανο που λειτουργεί και στα δύο;

            Δεν ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω. Ο νους που είναι παραγεμισμένος με γνώσεις βλέπει σύμφωνα μ’ αυτή τη γνώση, σύμφωνα μ’ αυτή τη διαμόρφωση.

Η αντίληψη είναι σα ν’ ανάβει το φως. Δεν έχει διαμόρφωση μέσα της.

            Ο νους είναι γεμάτος εικόνες, λέξεις, σύμβολα. Μέσα απ’ αυτά σκέφτεται, βλέπει.

Βλέπει;

            Όχι. Έχω μια εικόνα για σας και βλέπω μέσα απ’ αυτή την εικόνα. Αυτό είναι παραμόρφωση. Η εικόνα είναι η διαμόρφωσή μου. Είναι πάλι το ίδιο δοχείο με όλα τα πράγματα μέσα του και είναι το ίδιο δοχείο που δεν έχει τίποτα μέσα του. Το περιεχόμενο του δοχείου είναι το δοχείο. Όταν δεν υπάρχει περιεχόμενο, το δοχείο δεν έχει σχήμα, μορφή.

Έτσι, μπορεί να δεχτεί «αυτό που είναι».

            Η αντίληψη υπάρχει μόνο όταν δεν υπάρχει εικόνα. Αυτό είναι πολύ απλό. Η αντίληψη υπάρχει μόνο όταν δεν υπάρχει εικόνα – κανένα σύμβολο, καμιά ιδέα, λέξη, σχήμα, που είναι όλα η εικόνα. Τότε η αντίληψη είναι φως. Επομένως, η αντίληψη είναι δράση. Κι ένας νους που είναι γεμάτος εικόνες, δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί. Βλέπει μέσα από εικόνες κι έτσι είναι παραμορφωμένος.

            Αυτά που είπαμε είναι αληθινά, λογικά. Τ’ άκουσα όλ’ αυτά. Σ’ αυτό το άκουσμα δεν υπάρχει «εγώ». Στη μεταφορά του, στη συνέχεια, υπάρχει το «εγώ». Το «εγώ» είναι χρόνος. 

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

Ειρήνη ...

Είναι δυνατό για μας σαν ανθρώπινα όντα, που έχουμε ζήσει για εκατομμύρια χρόνια, που υποτίθεται πως είμαστε αρκετά πολιτισμένοι, που έχουμε προσδιοριστεί από τις οργανωμένες θρησκείες να μιλάμε εύκολα για ειρήνη, είναι πράγματι δυνατό, όχι θεωρητικά, ούτε πολιτικά, αλλά πραγματικά, να είμαστε τελείως εν ειρήνη μέσα μας κι επομένως στις σχέσεις μας με τους άλλους; Επειδή όλη η ζωή είναι μια κίνηση στη σχέση, διαφορετικά δεν υπάρχει καθόλου ζωή. Και αν η ζωή είναι βασισμένη σε αφηρημένες έννοιες, σε μια ιδέα, σε μια θρησκευτική αποδοχή, τότε μια τέτοια αφηρημένη ζωή αναπόφευκτα θα προξενήσει μια σχέση που γίνεται ένα πεδίο μάχης.

Κι έτσι ρωτάει κανείς τον εαυτό του αν είναι καθόλου δυνατή η ειρήνη, όχι σε κάποιον φανταστικό μυθικό αφηρημένο κόσμο, αλλά στο γραφείο, στην καθημερινή ζωή; Υπάρχουν τραγούδια για χιλιάδες χρόνια που μιλάνε για παντοτινή ειρήνη, αλλά κατά την διάρκεια όλως αυτών των αιώνων δεν έχει υπάρξει ειρήνη, υπήρξαν ατέλειωτοι πόλεμοι, δυόμιση πόλεμοι κατά τα τελευταία 5.000 χρόνια. Κι αν επιθυμεί κανείς (ή μάλλον απαιτεί) ειρήνη, και ζει ειρηνικά – τι σημαίνει να ζει ειρηνικά;

Νομίζω πως θα πρέπει να εξετάσουμε τούτο το ερώτημα με προσοχή, επειδή κάναμε τη ζωή μας ένα πεδίο μάχης, μια σύγκρουση – όχι μόνο με τον γείτονα, είτε βρίσκεται ο γείτονας δίπλα είτε χίλια μίλια μακριά, αλλά επίσης μια σύγκρουση μέσα μας. Το είναι μας είναι ένα πεδίο μάχης, κομματιασμένο από διάφορες επιθυμίες, αντιφάσεις, φόβους, διαψεύσεις, άγχη και ατελείωτη λύπη. Και μπορούμε πράγματι να τα μετασχηματίσουμε όλα αυτά – να γίνουμε ή να είμαστε τελείως ειρηνικοί;

Ξέρω πως αυτό το ερώτημα το έχουν κάνει μυριάδες μέσω χιλιάδων ετών. Έχουν δοκιμάσει μέσω προσευχών, μέσω διαφόρων μορφών ταυτίσεως με κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους. Έχει δεχτεί κανείς διάφορες μορφές της ονομαζόμενης ειρήνης, αλλά στην πραγματικότητα στην καθημερινή ζωή δεν είμαστε καθόλου ειρηνικοί. Σκοτώνουμε ζώα, σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον, κτλ.

Νομίζω πως πρέπει να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο σχετικά με το ερώτημα αυτό και να μην ακούμε απλά και μόνο μια σειρά από λέξεις και ιδέες, είτε αποδεχόμενοι είτε απορρίπτοντας τες, ή αποκλείοντας κανείς τον εαυτό του λέγοντας: «η ειρήνη δεν είναι δυνατή σε τούτο τον τερατώδη κόσμο». Αλλά μάλλον, να εξετάσει κανείς τον εαυτό του, όχι θεωρητικά, ψυχαναλυτικά, αλλά πραγματικά, βήμα-βήμα, και να μάθει χωρίς καμιά προσπάθεια, κι όμως να ζει τελείως σε ανώτατο επίπεδο.

Για να το εξετάσει κανείς πλήρως πρέπει να καταλάβει τη φύση της προσπάθειας, τη φύση της σύγκρουσης, επειδή οι περισσότεροι από μας βρίσκονται σε σύγκρουση, έχοντας πολλά, πολλά προβλήματα, και ψυχολογικά και αντικειμενικά, οικονομικά, και προβλήματα του νου και της καρδιάς. Και τούτα τα προβλήματα αναπόφευκτα φέρνουν σύγκρουση, ένα πρόβλημα σημαίνει σύγκρουση, διαφορετικά δεν θα υπήρχε καθόλου πρόβλημα. Μιλάμε για ψυχολογικά προβλήματα μάλλον παρά για οικονομικά, πολιτικά προβλήματα (δεν ξέρω γιατί μας κυβερνούν στον κόσμο τέτοιοι ανόητοι πολιτικοί), δεν ξέρω αν έχετε σκεφτεί που έχει καταντήσει ο κόσμος. Και για να εξετάσει τούτο το ερώτημα της ειρήνης, όχι διανοητικά, όχι λεκτικά, αλλά πραγματικά, χρειάζεται να καταλάβει κανείς τη σύγκρουση, όντας η σύγκρουση ένα πρόβλημα, κυρίως ένα ψυχολογικό πρόβλημα.

Ένα πρόβλημα υπάρχει μόνο όταν δεν έχουμε την ικανότητα να το αντιμετωπίσουμε πλήρως. Υπάρχει μόνο όταν χειριζόμαστε ένα συνολικό ψυχολογικό πρόβλημα κομματιαστά, ή συναισθηματικά, ή όταν ξεφεύγουμε από αυτό. Όπως φαίνεται δεν έχουμε την ικανότητα να αντιμετωπίσουμε πλήρως ένα πρόβλημα. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να έχει κανείς την επίγνωση όχι μόνο του προβλήματος, της φύσης του προβλήματος, της δομής του προβλήματος, αλλά επίσης χρειάζεται να έχει κανείς την ικανότητα να το αντιμετωπίσει – όχι αργότερα, σταδιακά, με την ησυχία του – αλλά να το αντιμετωπίσει αμέσως και να το λύσει αμέσως, έτσι ώστε να μη ριζώσει το πρόβλημα στο νου. Λοιπόν το πρώτο ερώτημα είναι: όλη η ζωή είναι ένα πρόβλημα, το να ζει κανείς είναι ένα πρόβλημα, και δεν υπάρχει φυγή από αυτό αλλά πως να το αντιμετωπίσει κανείς πλήρως, απολύτως, όπως παρουσιάζεται, και να πάει πέρα από αυτό, έτσι ώστε να μη ριζώσει στο έδαφος του νου; Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Γιατί όσο περισσότερο αφήνει κανείς ένα πρόβλημα οποιουδήποτε είδους να χρονοτριβεί, να κρατάει μια μέρα ή ένα μήνα ή ακόμα λίγα λεπτά, ολοφάνερα διαστρεβλώνει το νου, είναι δυνατό ν’ αντιμετωπίσει κανείς ένα πρόβλημα χωρίς καμιά διαστρέβλωση και να ελευθερωθεί κανείς τελείως απ’ αυτό, αμέσως; Δεν ξέρω αν το έχετε σκεφτεί, αν το έχετε σκεφτεί θα πρέπει να το έχετε εξετάσει. Θα πρέπει να έχετε δει πως σε κάθε στιγμή της ζωής αν δεν υπάρχει μια απόλυτη αντιμετώπιση της υπάρχει ένα πρόβλημα. Η μη επαρκής αντιμετώπιση τούτης της κίνησης στη ζωή είναι ένα πρόβλημα. Και μπορώ εγώ – σαν ανθρώπινο όν – να αντιμετωπίσω αυτά τα προβλήματα όπως παρουσιάζονται και να μην αφήσω μια ανάμνηση, μια γρατζουνιά στο νου, να παραμείνει; Αυτές οι αναμνήσεις είναι οι εικόνες που κουβαλάμε μαζί μας, και αυτές οι εικόνες συναντούν αυτό το ασυνήθιστο πράγμα που ονομάζεται ζωή κι επομένως υπάρχει μια αντίφαση, επειδή η ζωή είναι πολύ πραγματική – η ζωή δεν είναι κάτι αφηρημένο. Όταν αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή με εικόνες, τότε υπάρχουν προβλήματα.

Πάρτε το ερώτημα του θανάτου, που είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για τους περισσότερους ανθρώπους. Είναι δυνατό να το αντιμετωπίσουμε τελείως και να μην το κάνουμε καθόλου πρόβλημα; Ολοφάνερα, για να το αντιμετωπίσουμε, όλα τα πιστεύω, όλες οι ελπίδες, όλοι οι φόβοι γι’ αυτόν πρέπει να έρθουν σε ένα τέλος, διαφορετικά αντιμετωπίζετε αυτό το ασυνήθιστο πράγμα μ’ ένα συμπέρασμα, με μια εικόνα, με ένα προμελετημένο άγχος. Επομένως το αντιμετωπίζετε με χρόνο.

Ο χρόνος είναι αυτό το διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο. Δηλαδή ο παρατηρητής, το «εμένα» φοβάται – φοβάμαι ν’ αντιμετωπίσω αυτό το πράγμα που λέγεται θάνατος. Δεν ξέρω τι σημαίνει. Έχω όλων των ειδών τις ελπίδες, τις θεωρίες – πιστεύω στη μετεμψύχωση, στην ανάσταση, κτλ. Όσο υπάρχει ένα διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή μ’ όλα τα πιστεύω του, τους φόβους του, τις ελπίδες του, τις λύπες του, τα αισθήματα της αυτολύπησής του, κι αυτό το θέμα, αυτό το γεγονός που παρατηρεί (ένα χρονικό διάστημα, που είναι χώρος) πρέπει να υπάρχει αντίφαση κι επομένως σύγκρουση.

Κοιτάξτε, φοβάμαι να πεθάνω. Είτε λογικοποιώ τους φόβους μου κι επομένως χτίζω μια αντίσταση ενάντια στο αναπόφευκτο, είτε μεταχειρίζομαι τη ζωή σαν ένα πολύ ευχάριστο πράγμα και πάλι ξεφεύγω, είτε έχω αμέτρητα πιστεύω που με προστατεύουν από το γεγονός. Επομένως υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στον εαυτό μου και το πράγμα που φοβάμαι. Σε τούτο το χωρο-χρονικό διάστημα πρέπει να υπάρχει διαμάχη, που είναι μια μορφή φόβου, άγχους, αυτολύπησης και όλα τα συναφή. Είναι δυνατό ν’ αντιμετωπίσω τον ονομαζόμενο θάνατο χωρίς τούτο το χωρο-χρονικό διάστημα; Αυτό είναι δυνατό μόνο, αν παρατηρεί κανείς πολύ βαθιά και προσεχτικά, όταν ο παρατηρητής δεν έχει συνέχεια – ο παρατηρητής που είναι ο κατασκευαστής της εικόνας, ο παρατηρητής που είναι η συλλογή των αναμνήσεων, των ιδεών, ένας σωρός από αφηρημένες έννοιες. Είναι δυνατό ν’ αντιμετωπίσω οποιοδήποτε θέμα χωρίς τούτο το χρονικό διάστημα κι επομένως χωρίς αντίφαση κι επομένως χωρίς σύγκρουση;

Στο κάτω-κάτω, όταν μιλάει κανείς για την ειρήνη χρειάζεται και να καταλαβαίνει τι είναι η αγάπη. Γιατί δεν βλέπω πως μπορεί να υπάρξει ειρήνη χωρίς αγάπη. Η αγάπη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, δεν είναι μια ιδέα. Η αγάπη δεν είναι επιθυμία κι ευχαρίστηση. Και για να καταλάβει κανείς τη φύση της αγάπης, χρειάζεται να εξετάσει τούτο το ερώτημα της σύγκρουσης. Ουσιαστικά, η σύγκρουση παρουσιάζεται όταν υπάρχει μια αντίφαση. Αυτή η αντίφαση προκαλείται από τον παρατηρητή, από ένα κέντρο που έχει συνέχεια σαν μνήμη.

Έτσι το ερώτημα μας είναι: ζώντας σε τούτο τον κόσμο, όντες προσδιορισμένοι από μια κοινωνία που έχουμε φτιάξει, μια κοινωνία που είναι βασισμένη στον πόλεμο, στο μίσος, στον φθόνο, στην επιθετικότητα της οποίας είμαι μέρος – μπορώ ν’ αντιμετωπίσω όλα αυτά τα θέματα αμέσως, τελείως, και να ελευθερωθώ από αυτά; Το πρόβλημα είναι πως να παρατηρώ – πως να παρατηρώ το θάνατο, το φόβο, την απληστία, την επιθετικότητα, το μίσος, πως να τ’ αντιμετωπίζω, πως να τα βλέπω χωρίς το διάστημα του χώρου και του χρόνου;

Έχουν δοκιμαστεί διάφορες μέθοδοι για να καταστραφεί το διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο, μέσω των ναρκωτικών, μέσω της πολιτικής ταυτίσεως, μέσω του στοχασμού, ακολουθώντας κάθε μορφή συστήματος, μεθόδου, ελπίζοντας να εξαλείψουμε τούτο το διάστημα του χώρου ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο κι έτσι να ελευθερωθούμε από αντιφάσεις και συγκρούσεις, και να φέρουμε ειρήνη.

Δεν νομίζω πως κανένα σύστημα, ναρκωτικό, ταύτιση, καμιά μορφή εξαϋλώσεως δεν είναι δυνατό να προξενήσει τούτο το τέλος του διαστήματος. Αλλά τι τελειώνει το χώρο και τον χρόνο; Είναι ο τρόπος που κοιτάζει κανείς, που παρατηρεί. Νομίζω πως αυτό είναι το κλειδί – το να παρατηρούμε πράγματι χωρίς καμιά εικόνα. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει κανείς πολύ απλός για όλα αυτά. Το να παρατηρεί κανείς ένα δέντρο χωρίς να λαβαίνει χώρα καμιά νόηση, το να παρατηρεί χωρίς παρέμβαση της σκέψης. Γιατί η σκέψη είναι χρόνος και ο χρόνος είναι λύπη. Και το να κοιτάξετε τον θάνατο χωρίς φόβο, χωρίς καμιά λογικοποίηση, χωρίς καμιά ελπίδα και πιστεύω. Μόνο να παρατηρείτε. Δηλαδή να πεθάνετε στην πραγματικότητα με την ευχαρίστηση που είχατε χθές και με την ανάμνηση αυτής της ευχαρίστησης.

Αλλά η αγάπη δεν είναι ούτε επιθυμία ούτε ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση είναι η συνέχεια μιας επιθυμίας για την οποία σκεφτόταν συνεχώς η σκέψη. Χθές είχε κάποιος μια σεξουαλική ευχαρίστηση και η σκέψη τη σκέφτεται, την αναμασά και της δίνει συνέχεια. Και τούτη η σκεπτόμενη επιθυμία, που γίνεται ευχαρίστηση, ολοφάνερα δεν είναι αγάπη επειδή η σκέψη δεν μπορεί να γεννήσει την αγάπη – μπορεί να προξενήσει φιληδονία, ευχαρίστηση, να μεγαλώσει περισσότερο την επιθυμία. Η επιθυμία είναι φυσιολογική – όταν κοιτάζετε ένα όμορφο δέντρο, ένα όμορφο πρόσωπο κτλ., η αντίδραση είναι φυσιολογική, υγιεινή, αλλά όταν η σκέψη παρεμβαίνει, δίνοντας της συνέχεια σαν ευχαρίστηση με το να τη σκέφτεται, τότε αυτή η ευχαρίστηση ολοφάνερα δεν είναι αυτό το πράγμα που ονομάζει κανείς αγάπη. Είναι δυνατό για τη σκέψη να απουσιάζει τελείως όταν υπάρχει μια επιθυμία; Κοιτάζετε ένα όμορφο αυτοκίνητο: όραση, αίσθηση, επιθυμία, και τότε έρχεται η σκέψη λέγοντας «μακάρι να το είχα». Και η σκέψη, με το να σκέφτεται, καλλιεργεί την ευχαρίστηση. Είναι δυνατό να κοιτάξετε το αυτοκίνητο χωρίς καμιά παρέμβαση – αν το ονομάσει κανείς έτσι – της σκέψης;

Όπως και η αγάπη, η ομορφιά δεν είναι μια καλλιέργεια της σκέψης. Ένα πράγμα ομορφιάς δεν είναι ομορφιά. Η ομορφιά δεν είναι στο πράγμα, στο άτομο, αλλά υπάρχει αυτή η ομορφιά που δεν είναι το αποτέλεσμα προσδιορισμού, στην οποία δεν παρεμβαίνει με κανένα τρόπο η σκέψη. Και παρατηρώντας τα όλα αυτά κανείς στον εαυτό του, αν έχει πάει αρκετά βαθιά, βρίσκει κανείς πως μπορεί να ζήσει χωρίς καμιά σύγκρουση, χωρίς καμιά αντίφαση. Η αντίφαση υπάρχει όταν υπάρχει σύγκριση, όχι μόνο με κάτι, αλλά επίσης σύγκριση με αυτό που ήμουν χθές. Κι’ επομένως παρουσιάζεται σύγκρουση ανάμεσα μ’ αυτό που υπήρξε κι’ αυτό που υπάρχει. Υπάρχει μόνο αυτό που είναι όταν δεν υπάρχει καμιά απολύτως σύγκριση – και το να ζει κανείς τελείως μ’ αυτό «που είναι», σημαίνει να είναι ειρηνικός. Επειδή τότε μπορείτε να δώσετε όλη σας την προσοχή σ’ αυτό «που είναι» χωρίς κανένα περισπασμό σ’ αυτό που υπάρχει μέσα στον εαυτό κάποιου, οτιδήποτε είναι – απελπισία, ασχήμια, βαναυσότητα, φόβος, άγχος, μοναξιά, και να ζήσει μ’ αυτό «που είναι» τελείως. Τότε δεν υπάρχει αντίφαση κι’ επομένως δεν υπάρχει σύγκρουση.

Η κατανόηση που έρχεται μόνο μέσω της παρατήρησης αυτού που είναι, είναι ειρήνη – που δεν σημαίνει πως δέχεστε αυτό που είναι, αντίθετα, δεν είναι δυνατό να δεχτεί κανείς τούτη την τερατώδη, διεφθαρμένη κοινωνία στην οποία ζει, όμως είναι αυτό που είναι. Αλλά παρατηρείστε το, όλη την ψυχολογική του δομή, που είναι το εγώ – παρατηρείστε το αυτό το εγώ χωρίς καμιά κρίση, καμιά αξιολόγηση – για να δείτε πράγματι αυτό που είναι καθώς παρατηρεί κανείς αυτό «που είναι», ν’ αλλάξετε τελείως. Επομένως μπορεί να ζήσει κανείς με ειρήνη με την κοινωνία, επειδή είναι κανείς ο εαυτός του, καθημερινά, ζώντας μια ειρηνική ζωή.

Είναι το να πεθαίνει κανείς κάθε μέρα για τα πάντα, το κατώφλι της αγάπης;

Φοβάμαι πως όχι, αυτό είναι μόνο μια ιδέα. Δεν ξέρω γιατί δίνουμε τέτοια ασυνήθιστη σπουδαιότητα σε ιδέες. Θέλουμε αγάπη, δεν ξέρουμε τι είναι, αλλά την θέλουμε. Και για να την αποκτήσει κανείς, ψάχνει, αναζητεί, επινοεί διάφορα κατώφλια, μονοπάτια, αλλά ακόμα στο βασίλειο των ιδεών, και ξέρει πολύ καλά πως μια ιδέα δεν μπορεί ποτέ ν’ ανοίξει την πόρτα στην αγάπη – ποτέ, επειδή η ιδέα είναι οργανωμένη σκέψη και η σκέψη μπορεί να δώσει μόνο ευχαρίστηση, μπορεί μόνο να φέρει περισσότερη ικανοποίηση. Στο κάτω-κάτω, υπάρχει η σχέση των ανθρώπων που παντρεύονται, η βαθιά ικανοποίηση που αποκομίζει κανείς, που την ονομάζει αγάπη. Για να μάθετε τι είναι αυτό που έχει αναζητήσει ο άνθρωπος και το έχει ονομάσει αγάπη, δεν μπορείτε να το αναζητήσετε, δεν μπορείτε να το ακολουθήσετε. Είναι τόσο απλό.

Μερικές φορές όταν βρίσκεται κανείς σε μεγάλη απελπισία και άγχος, η ειρήνη έρχεται ξαφνικά, δεν ξέρω γιατί!

            Η ειρήνη έρχεται ξαφνικά, όταν βρίσκεται κανείς σε μεγάλο άγχος ή σε μεγάλη απελπισία – συμβαίνει. Είναι ειρήνη; Δεν λέω πως δεν είναι. Όταν είναι κανείς εξαντλημένος από τη λύπη, σ’ αυτή την εξάντληση και μοναξιά, σ’ αυτή την αίσθηση του απόλυτου σταματήματος όλων των πραγμάτων που υπήρξαν – η συντροφικότητα και όλα τα υπόλοιπα έχουν έλθει σ’ ένα τέλος – σ’ αυτό υπάρχει πάρα πολύ λύπη. Η λύπη είναι επίσης αυτολύπηση, και σ’ αυτή την αναταραχή ίσως να βρίσκει κανείς λίγη ειρήνη. Αλλά βέβαια η λύπη δεν είναι δρόμος για την ειρήνη; Ίσως να παίρνετε, να μαθαίνετε κάτι απ’ αυτή τη λύπη και αυτή η μάθηση να φέρει ειρήνη. Αυτό είναι το ερώτημα. Μαθαίνετε τίποτα από τη λύπη; Ας το παρατηρήσουμε, να το κάνουμε, μη λέτε ναι ή όχι.

Ίσως να σας φέρει σε μια κρίση;

            Η λύπη είναι το αποτέλεσμα μια κρίσης, και τι μαθαίνει κανείς από τη λύπη; Αλλά μαθαίνετε τίποτα από τη λύπη, κι όταν μαθαίνετε, τι έχετε μάθει; Είτε το να μην έχετε άλλο λύπη, πως να υπερασπίζεστε τον εαυτό σας, πως ν’ αντιστέκεστε στη λύπη, ή πως ν’ αποφεύγετε τη λύπη – αλλά στην πραγματικότητα τι έχει μάθει κανείς; Και τι είναι η λύπη; Η λύπη της μοναξιάς, η λύπη του να μη μας αγαπούν, ή του να αγαπάμε, το ότι δεν ανταποκρίνεται το άλλο πρόσωπο, η λύπη της άγνοιας του εαυτού, η λύπη του θανάτου στην οποία υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αυτολύπησης. Τι εννοούμε με τη λύπη; Κι επειδή δεν την καταλαβαίνουμε, τη λατρεύουμε στην εκκλησία.

Η λύπη είναι μη-συμφιλίωση με το γεγονός.

            Αλλά γιατί θα πρέπει να συμφιλιωθείτε με το γεγονός; Το γεγονός είναι. Γιατί θα πρέπει να επιδιώκετε τη συμφιλίωση με το γεγονός, μ’ αυτό που είναι; Επειδή έχετε μια ιδέα, μια εικόνα για το γεγονός. Λοιπόν τι είναι η λύπη; Και γιατί δεν την έλυσε ποτέ ο άνθρωπος, δεν την τερμάτισε ποτέ στον εαυτό του; Είναι αδύνατο να δώσουμε ένα απόλυτο τέλος στη λύπη, όχι θεωρητικά, αλλά πραγματικά; Μπορεί να τελειώσει μόνο όταν υπάρχει απόλυτη κατανόηση του εαυτού. Η αυτό-γνώση είναι το τέλος της λύπης. Δε θέλουμε να μπούμε στη φασαρία να μελετήσουμε τους εαυτούς μας κι επινοούμε τόσους πολλούς τρόπους φυγής από τη λύπη. Όσο υπάρχει ο παρατηρητής με όλες τις αναμνήσεις του, τούτη η οντότητα που είναι χωριστή, που δημιουργεί ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και τον εαυτό του, πρέπει να υπάρχει λύπη, η λύπη που είναι η σύγκρουση. Και για να δώσουμε πράγματι ένα τέλος στη λύπη, όχι με λόγια αλλά για να τερματίζουμε αυτή τη λύπη κάθε μέρα, σημαίνει να έχουμε επίγνωση της όλης κίνησης του εαυτού όλη την ώρα.

Μπορεί να επιτύχει κανείς την κατάσταση της ειρήνης κοντά στη φύση σ’ έναν μη βιομηχανοποιημένο πολιτισμό, σ’ ένα νησί κάπου, μακριά από τη βία; 

            Φοβάμαι πως αν δραπετεύσει κανείς δε θα βρει ειρήνη επειδή εμείς είμαστε η σύγχιση. Ξέρετε, έχουν δοκιμάσει να βρουν ειρήνη σε μοναστήρια, απαρνούμενοι τον κόσμο, με το να μην κοιτάζουν ποτέ μια γυναίκα – επειδή ένας θρήσκος άντρας λέει πως η γυναίκα είναι ένας πειρασμός, πως είναι του διαβόλου – τα ξέρετε όλα αυτά, κι έχει αποσυρθεί από τη ζωή σ’ ένα μοναστήρι ή έχει φορέσει ένα ράσο.

Σε μια πρωτόγονη κοινωνία – όχι αναγκαία σ’ ένα μοναστήρι.

            Να πάτε πίσω σε μια πρωτόγονη κοινωνία; Το να ζει κανείς με τον εαυτό του είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα του κόσμου, είτε ζείτε σε μια πρωτόγονη κοινωνία ή σε μια άκρως βιομηχανοποιημένη, καλλιεργημένη κοινωνία. Δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από τον εαυτό του. Και δεν είναι ο εαυτός που δημιουργεί τούτο τον όλεθρο. Επομένως, αυτό που είναι σημαντικό και δεν είναι η κοινωνία στην οποία ζούμε, αλλά μάλλον η κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στον εαυτό μας και την κοινωνία στην οποία υπάρχετε. Είτε μπορεί κανείς να καταλάβει τον εαυτό του ολοκληρωτικά, αμέσως – αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να καταλάβει κανείς τον εαυτό του, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Είτε μπορεί να πει: θα μάθω σταδιακά για τον εαυτό μου, κάθε μέρα, λίγο-λίγο, προσθέτοντας όλο και περισσότερα στη γνώση μου για τον εαυτό μου. Όταν προσθέτετε γνώση για τον εαυτό σας, δε μελετάτε την εαυτό σας, μελετάτε αυτό που έχετε αποκτήσει και μέσω αυτής της γνώσης κοιτάζετε τον εαυτό σας.

Φαίνεται πως δεν μπαίνουμε στον κόπο να κοιτάξουμε μέσα μας, να κοιτάξουμε τη λύπη μας, τις μιζέριες μας κι αυτό που είμαστε. Αλλά μπορώ να το δω αυτό έν μέρει και βγήκα από το δρόμο μου για να δώσω όλη μου τη προσοχή σ’ αυτό που είναι, για να κοιτάξω τη λύπη, να κοιτάξω πίσω από τη νωθρότητα, χωρίς να βρίσκομαι σ’ επαφή με την πραγματικότητα. Αλλά όσο περισσότερο το κοιτάζω, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο μου φαίνεται πως μπερδεύομαι – κι αισθάνομαι απλά και μόνο μπερδεμένος.

Τι είναι το μπέρδεμα; Το μπέρδεμα είναι όταν δεν αντιμετωπίζω αυτό που είναι. Κι όταν είναι κανείς μπερδεμένος, όσο περισσότερο προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τον εαυτό του από το μπέρδεμα τόσο περισσότερο μπερδεύεται. Λοιπόν πρώτα, τι κάνει όταν είναι μπερδεμένος; Είμαι μπερδεμένος, δεν ξέρω τι να κάνω. Υπάρχουν διάφορες εκλογές. Και καταλαβαίνω πως όπου υπάρχει εκλογή πρέπει να υπάρχει μπέρδεμα. Τι κάνω λοιπόν; Πρώτα σταματώ, έτσι δεν είναι; Σταματώ, δεν ψάχνω, δεν ρωτώ, δεν απαιτώ, δεν κοιτάζω, δεν παρατηρώ. Αν χαθήκατε ποτέ σε ένα δάσος δεν τρέχετε τριγύρω, πρώτα σταματάτε, βλέπετε γύρω. Αλλά όσο περισσότερο είναι μπερδεμένος κανείς τόσο περισσότερο κυνηγάει, ψάχνει, ρωτάει, απαιτεί, προκαλεί. Λοιπόν το πρώτο πράγμα – αν μπορώ να προτείνω – είναι να σταματήσετε τελείως, εσωτερικά. Κι όταν σταματάτε εσωτερικά, ψυχολογικά, κάθε κίνηση έρευνας, εκλογής, αναζήτησης, ο νους σας γίνεται πολύ γαλήνιος, πολύ διαυγής. Τότε μπορείτε να κοιτάξετε. Μόνο με διαύγεια μπορεί να κοιτάξει κανείς, όχι με μπέρδεμα.

Όταν κοιτάζει κανείς, διάφορες εικόνες παρουσιάζονται, και το να προσπαθεί κανείς να κοιτάξει χωρίς εικόνες σημαίνει διάσπαση προσοχής;

            Σας κοιτάζω, δεν σας ξέρω. Κι επομένως δεν έχω εικόνα για σας. Αλλά αν σας ξέρω σας κοιτάζω με την εικόνα που έχω για σας. Αυτή η εικόνα έχει δημιουργηθεί, έχει συναρμολογηθεί, από αυτά που έχετε πει – είτε σαν προσβολή είτε σαν έπαινο – και μ’ αυτή την εικόνα σας κοιτάζω. Η εικόνα είναι ένας περισπασμός από το να σας κοιτάζω. Μπορώ μόνο να σας κοιτάξω όταν δεν έχω καμιά απολύτως εικόνα για σας, τότε βρίσκομαι πράγματι σε σχέση. Είναι δυνατό ν’ αδιαφορήσω για την εικόνα που έχω φτιάξει, για τις εικόνες που έκανα για σας τόσα χρόνια, ζώντας μαζί σας σαν άντρας ή γυναίκα ή σαν γείτονας σας – για όλες τις εικόνες που έχω για τη σχέση – για όλα αυτά; Αν δεν αδιαφορήσω, αυτές οι εικόνες είναι κάτι το αφηρημένο ή ένας περισπασμός, κι επομένως δεν είναι δυνατό να κοιτάζω. Αν έχω μια εικόνα για το δέντρο δεν μπορώ να κοιτάξω το δέντρο.


            Έχετε μια εικόνα για μένα επειδή έχετε ακούσει και η εικόνα σας είπε, πεθάνετε για ότι γνωρίζετε. Αλλά δεν πεθαίνετε, έχετε τις ιδιαίτερες ευχαριστήσεις σας, προσεκτικά φυλαγμένες, αναμνήσεις των πραγμάτων που είχατε, το ενθύμιο των περασμένων πραγμάτων που διατηρείτε. Αλλά τούτες οι αναμνήσεις δεν πρόκειται να σας βοηθήσουν ν’ αντιμετωπίσετε αυτό το τεράστιο πράγμα που ονομάζεται θάνατος. Κι έτσι είναι δυνατό να πεθάνετε για κάθε μορφή του γνωστού; Διαφορετικά η εικόνα γίνεται αυθεντία, που σημαίνει πως η αφηρημένη έννοια γίνεται μια αυθεντία, όχι πραγματική κατάσταση. Βλέπετε, το κάνουμε πάντοτε αυτό. Πάντα οργώνουμε, οργώνουμε, οργώνουμε, ποτέ δεν σπέρνουμε. Επειδή φοβόμαστε τόσο να σπείρουμε και να δούμε τι θα συμβεί. Μπορεί να έχουμε παράγει αγριόχορτα, ή μπορεί να παράγουμε θαυμάσια δημητριακά, αλλά θέλουμε να οργώνουμε, και ποτέ να σπέρνουμε. Μπορούμε να σπείρουμε μόνο όταν δεν υπάρχει καμία απολύτως εικόνα. 

Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Το κακό ...

Ε---- Ένα από τα πιο ζωτικά προβλήματα που πάντα απασχόλησε τον άνθρωπο είναι η αναγκαιότητα να περιορίσει το κακό. Οι εκδηλώσεις του κακού είναι τόσο πλατιές, τα προβλήματα του κακού τόσο περίπλοκα, ώστε το άτομο δεν ξέρει πως να τα χειριστεί. Ποιος είναι ο τρόπος να χειριστεί κανείς το κακό; Υπάρχει κακό ανεξάρτητα από το καλό;

            Άραγε, τι να εννοείτε; Το θάμνο με τα πολλά αγκάθια το ονομάζετε κακό; Ονομάζετε κακό το φίδι με το δηλητήριο; Κανένα άγριο ζώο δεν είναι κακό, ούτε ο καρχαρίας, ούτε ο τίγρης. Τι εννοείτε με τη λέξη κακό; Κάτι βλαβερό, κάτι που μπορεί να προκαλέσει τρομερή θλίψη, κάτι που μπορεί να φέρει μεγάλο πόνο, κάτι που μπορεί να καταστρέψει ή να εμποδίσει το φως της κατανόησης; Θα ονομάζατε τον πόλεμο κακό; Θα ονομάζατε τους στρατηγούς, τους κυβερνήτες, τους ναυάρχους κακούς επειδή βοηθούν στην πρόκληση του πολέμου, των καταστροφών;

Ε…. Μπορούμε να ονομάσουμε κακό, εκείνο που χαλάει τη φύση των πραγμάτων.

            Ο άνθρωπος είναι κτηνώδης, είναι κακός;

Ε…. Αν διαστρέφει, αν με κακή πρόθεση κάνει μερικά πράγματα να παρεκλίνουν …

            Αναρωτιέμαι τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «κακό». Τι σημαίνει «κακό» για έναν άνθρωπο με νοημοσύνη; Για έναν άνθρωπο που έχει επίγνωση όλης της φρίκης που υπάρχει στον κόσμο;

Ε…. Κακό είναι εκείνο που περιορίζει τη συνείδηση, εκείνο που φέρνει σκοτάδι.

            Αυτό το κάνουν ο φόβος, η θλίψη, ο πόνος. Θα λέγατε ότι κακό είναι η ενθάρρυνση του φόβου; Είναι το κακό ένα μέσο για να συνεχίζει η θλίψη; Είναι το κακό μια διαμόρφωση κοινωνική ή περιβαλλοντική που διαιωνίζει τον πόλεμο; Όλα αυτά περιορίζουν τη συνείδηση και προκαλούν σκοτάδι και θλίψη. Το κακό, σύμφωνα με τη χριστιανική ιδέα είναι ο διάβολος. Έχετε εσείς κάποια ιδέα για το κακό; Αν ναι, ποια είναι; Προσωπικά, δεν σκέφτομαι ποτέ το κακό. Θα λέγατε ότι στο άνθισμα της καλοσύνης, δεν υπάρχει καθόλου κακό; Ότι αυτή η κατάσταση δεν γνωρίζει κακό; Ή μήπως το κακό είναι μια επινόηση του νου που γεννάει το φόβο και που δημιουργεί το καλό;

Ε…. αν κατέβει κανείς κάτω στα βάθη του ανθρώπινου νου, στην ιστορία της ανθρωπότητας, πάντα θα βρει εκεί το μάγο ή τη μάγισσα που ανατρέπει τους νόμους της φύσης και που προκαλεί φόβο και σκοτάδι. Είναι ένα από τα πιο παράξενα στοιχεία του ανθρώπινου νου. Εξαιτίας αυτού του τρομερού φόβου για το άγνωστο, αυτό το χωρίς όρια, χωρίς τέλος σκοτάδι, που κυριαρχεί σ’ όλη την ιστορία, ο άνθρωπος έβγαζε κραυγή ζητώντας προστασία – μια κραυγή που αντηχεί μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Είναι λοιπόν αυτό το άγνωστο, ή χωρίς όνομα μήτρα του φόβου. Δεν αρκεί να υποθέσουμε ότι αυτό είναι φόβος. Είναι όλα αυτά και περισσότερα.

            Λέτε ότι βαθιά μέσα στον άνθρωπο, στις εσώτερες πτυχές του νου, υπάρχει φόβος για το άγνωστο, για κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αγγίξει ή να φανταστεί; Επειδή φοβάται τόσο βαθιά, ζητάει προστασία από τους θεούς και καθετί που ξυπνάει αυτό τον κίνδυνο, κάθε υπαινιγμό αυτού του κρυφού πράγματος, το ονομάζει κακό;

Ε…. Αυτό το σκοτάδι υπάρχει πάντοτε βαθιά μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση.

            Είναι το κακό το αντίθετο του καλού ή είναι ολοκληρωτικά ανεξάρτητο από το καλό;

Ε…. Είναι ανεξάρτητο από το καλό.

            Λέτε ότι είναι ανεξάρτητο. Ώστε, είναι το κακό κάτι που είναι καθαυτό άσχετο με το ωραίο, με την αγάπη; Ο άνθρωπος πάντα επιζήτησε προστασία από το κακό, όπως θα την επιζητούσε ενάντια σ’ ένα ζώο. Υπάρχει αυτός ο κρυμμένος σκοτεινός φόβος. Ο άνθρωπος τον γνωρίζει, τρομάζει και προσπαθεί με επικλήσεις, τελετουργίες, κτλ. να τον απομακρύνει και να προφυλαχθεί. Ο θάμνος, τόσο γεμάτος με αγκάθια, προστατεύεται από το ζώο και το ζώο θα το έλεγε αυτό κακό γιατί εμποδίζεται να φάει τα φύλλα. Υπάρχει λοιπόν κάποια δύναμη, κάποια ενσάρκωση του κακού που είναι ολότελα ξεχωριστή από το καλό, το όμορφο; Έχουμε όλη αυτή την ιδέα ότι το κακό πολεμάει το καλό. Αυτό το κακό φαίνεται να ενσαρκώνεται σε κάποιους ανθρώπους και να πολεμάει πάντα το καλό και το ευγενικό. Ρωτάω, είναι το κακό κάτι ολότελα ανεξάρτητα από το καλό; Πρέπει να προσέξετε πολύ μη πέσετε σε προλήψεις.

Ε…. Ο «φόβος για κάτι» βρίσκεται σε αντίθεση με την καλοσύνη. Δεν είναι μόνο προστασία και φόβος, και ο φόβος που περιέχεται στο κακό, αλλά προστασία για να προχωρήσει κανείς μπροστά. Το αίτημα για προστασία έχει σαν σκοπό να προσφέρει προστασία από το κακό.

            Βλέπετε, όταν κατεβαίνετε βαθιά στη συνείδηση, φτάνετε σ’ ένα σημείο όπου το άγνωστο παρουσιάζεται σαν σκοτάδι, κι εκεί σταματάς, γιατί τρομάζεις. Ο νους διεισδύει βαθιά μέχρι ένα σημείο και βαθύτερα απ’ αυτό το σημείο υπάρχει το αίσθημα του σκοτεινού κενού. Εξαιτίας αυτού του σκοταδιού, δημιουργούμε προσευχές, ψαλμωδίες και ικεσίες και εξαιτίας του φόβου του σκοταδιού, ζητάμε προστασία. Μπορεί ο νους να προχωρήσει μέσα στο σκοτάδι, που σημαίνει μπορεί ο νους να μη φοβάται; Μπορείς να διαπεράσεις το σκοτάδι που φοβάσαι, που το έχεις ονομάσει κακό; Μπορείς να το διαπεράσεις τόσο ολοκληρωτικά ώστε το σκοτάδι να μην υπάρχει; Τότε, τι είναι κακό;

Ε…. Σ’ αυτή την είσοδο στο σκοτάδι, ποια είναι η δύναμη που θ’ ανοίξει τις πύλες;

            Η συνείδηση σαν σκέψη ερευνά τον εαυτό της – το βάθος της. Καθώς διεισδύει, συναντάει αυτό το σκοτάδι. Αυτή η έρευνα δεν είναι χρονική διαδικασία. Και ρωτάτε ποια είναι η δύναμη, η ενέργεια που θα διεισδύσει ως το βυθό του σκοταδιού, ποια είναι αυτή η ενέργεια και πως μπορεί να γεννηθεί; Η ίδια ενέργεια που άρχισε την έρευνα είναι ακόμη εδώ, πιο βαριά και ζωτική καθώς διεισδύει – αυτή η ίδια ενέργεια το διαπερνά. Γιατί ρωτάτε αν υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη ενέργεια;

Ε…. Επειδή η ενέργεια στερεύει. Διεισδύουμε ως ένα σημείο και δεν προχωρούμε πιο πέρα.

            Εξαιτίας του φόβου, εξαιτίας του τρόμου για κάτι που δεν το ξέρουμε, διασκορπίζουμε την ενέργεια αντί να την εστιάζουμε. Θέλω να διεισδύσω στον εαυτό μου. Βλέπω ότι η διείσδυση στον εαυτό μου είναι η ίδια κίνηση όπως και η προς τα έξω. Είναι διείσδυση στο διάστημα, στο χώρο. Όταν διεισδύεις στο χώρο υπάρχει ένα ορισμένο αίτημα, μια ορισμένη ενέργεια. Αυτή η ενέργεια πρέπει να είναι χωρίς προσπάθεια, χωρίς παραμόρφωση. Καθώς διεισδύει, μαζεύει ορμή. Αν δεν βρει διέξοδο απ’ όπου να ξεφύγει, παραμορφώνεται. Γίνεται βαθύτερη, πλατύτερη, ισχυρότερη. Μετά φτάνεις σ’ ένα σημείο όπου υπάρχει σκοτάδι. Και πως εισδύει κανείς σ’ αυτό το σκοτάδι μ’ αυτή τη μεγάλη ενέργεια;

Ε…. Είπατε ότι καθώς διεισδύει κανείς σ’ αυτή τη σκοτεινή θάλασσα, το σκοτάδι δεν υπάρχει, υπάρχει φως. Αλλά όταν υπάρχει κακό στ’ ανθρώπινα όντα, σε ορισμένες καταστάσεις, σε ορισμένα γεγονότα, υπάρχει κάποια δράση που μπορεί να περιορίσει το κακό;

            Δε θα τοποθετούσα το ζήτημα έτσι. Η αντίσταση στο κακό δυναμώνει το κακό. Έτσι, αν ο νους ζει στην καλοσύνη, τότε δεν υπάρχει αντίσταση και το κακό δεν μπορεί να τον αγγίξει. Δεν υπάρχει περιορισμός του κακού.

Ε…. Δηλαδή, υπάρχει μόνο καλοσύνη;

            Πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε κάτι άλλο – ο νους έχει διεισδύσει στο σκοτάδι και τελείωσε με το σκοτάδι. Αλλά υπάρχει κακό που είναι ανεξάρτητο απ’ όλα αυτά; Ή μήπως είναι το κακό μέρος του καλού; Βλέπετε, στη φύση, υπάρχει το μεγάλο που ζει τρώγοντας το μικρό, και το μεγαλύτερο το μεγάλο. Δεν θα το ονόμαζα αυτό κακό. Η σκόπιμη επιθυμία να πονέσουμε τον άλλον, είναι αυτό μέρος του κακού; Θέλω να πληγώσω κάποιον, είναι αυτό μέρος του κακού; Θέλω να πληγώσω γιατί μου έχεις κάνει κάτι, είναι αυτό κακό;

Ε…. Ναι, αυτό είναι μέρος του κακού.

            Τότε αυτό εμπεριέχει τη θέληση. Με πληγώνεις, κι επειδή εγώ είμαι περήφανος, θέλω ν’ ανταποδώσω. Η επιθυμία για ανταπόδοση είναι μια πράξη της θέλησης. Είτε είναι θέληση να ανταποδώσω ή να κάνω καλό, και τα δυό είναι κακό.

Ε…. Το κακό μπορεί να μπει όταν δεν φρουρούνται οι πύλες. Εδώ, πύλες είναι τα μάτια σου και τ’ αυτιά σου.

            Επομένως, λέτε πως όταν τα μάτια βλέπουν καθαρά, τ’ αυτιά ακούν καθαρά, τότε το κακό δεν μπορεί να μπει. Για να επαναλάβουμε, η σκόπιμη πρόθεση, η συγκέντρωση των προθέσεων, το αναμάσημα στη σκέψη, που όλα είναι βαθιά πρόθεση να πληγώσεις, είναι μέρος της θέλησης. Νομίζω εκεί βρίσκεται το κακό – η σκόπιμη ενέργεια να πληγώσεις. Με πληγώνεις, σε πληγώνω. Ή ζητώ συγνώμη και τελείωσε. Αλλά αν το κρατώ, το κατακρατώ, το δυναμώνω σκόπιμα, ακολουθώ μια τακτική να σε πληγώσω, που είναι μέρος της θέλησης του ανθρώπου να βλάψει ή να κάνει καλό, τότε υπάρχει κακό. 

          Υπάρχει λοιπόν τρόπος ζωής χωρίς θέληση; Τη στιγμή που αντιστέκομαι, βλέπω το κακό από τη μια μεριά και το καλό από την άλλη, κι ανάμεσα στα δύο αυτά υπάρχει σχέση. Όταν δεν υπάρχει αντίσταση, δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δύο. Τότε η αγάπη είναι ανοιχτός χώρος, διάστημα, χωρίς λέξεις, χωρίς αντίσταση. Η αγάπη είναι δράση που πηγάζει από το κενό. Όταν τα αρσενικά στοιχεία σκόπιμα επιβάλλονται, απαιτούν, κυριαρχούν, θέλουν να έχουν κάτι δικό τους, ο άνθρωπος προσκαλεί το κακό. Αλλά και το θηλυκό προσκαλεί το κακό όταν υποχωρεί, υποχωρεί σκόπιμα, όλο και υποχωρεί με την πρόθεση να κυριαρχήσει.

            Επομένως, εκεί που υπάρχει η πονηρή επιδίωξη κυριαρχίας, που είναι η λειτουργία, η δράση της θέλησης, εκεί αρχίζει το κακό. Ακριβώς ενάντια στο κακό αυτό προσπαθούμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας. Εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε το κακό, κι εμείς πάλι σχεδιάζουμε έναν κύκλο, ένα διάγραμμα γύρω από το κατώφλι της πόρτας για να βρούμε προστασία από το κακό, ενώ μέσα μας δρα το φίδι του κακού.

            Κράτα το σπίτι σου καθαρό. Τίποτε δε μπορεί να σε αγγίξει. Ζητάμε προστασία από θεούς που εμείς δημιουργήσαμε. Είναι αλήθεια εξωφρενικό.

            Όλοι αυτοί οι πόλεμοι, όλα τα φυλετικά μίση, όλα τα συσσωρευμένα μίση που ο άνθρωπος από πάντα μάζευε, αυτά πρέπει να έφτιαξαν ένα συλλογικό μίσος, ένα συσσωρευμένο κακό. Οι Χίτλερ, οι Μουσολίνι, οι Στάλιν, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι Αττίλες – όλα αυτά αναγκαστικά έχουν αποθηκευτεί, έχουν φτιάξει ένα σώμα κάπου.

            Αλλά και το αίσθημα «μη σκοτώνετε, να είστε καλοί, ευγενικοί, να συμπονάτε» κι αυτό αναγκαστικά θα είναι αποθηκευμένο κάπου. Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να προστατευθούν από το ένα, το κακό, προστατεύονται και από το καλό, γιατί ο άνθρωπος δημιούργησε και τα δυό.


            Λοιπόν, μπορεί ο νους να διεισδύει στο σκοτάδι και αυτή η ίδια η διείσδυση να διαλύσει το σκοτάδι; 

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Ο δρόμος προς την ελευθερία

Βλέπουμε πως η κοινωνία βρίσκεται σε φοβερή αταξία και πως βασίζεται στην απληστία, το φθόνο, τη δύναμη, τη θέση κτλ. Κι εμείς σαν ανθρώπινα όντα αυτής της κοινωνίας, βρισκόμαστε επίσης σε αταξία, εσωτερικά. Για το μέσο ανθρώπινο όν, η ζωή – η καθημερινή ρουτίνα, η καθημερινή αγγαρεία του να κερδίζει τα προς το ζην, η ανία, η ατελείωτη επανάληψη – έχει πολύ λίγο νόημα. Για να δώσουν νόημα και σημαντικότητα στη ζωή, οι διανοούμενοι σ’ όλο τον κόσμο, στην δύση και στην ανατολή, έχουν επινοήσει φιλοσοφίες και θρησκείες, έχουν πει: «υπάρχει θεός, υπάρχει μια κάποια πνευματική για την οποία πρέπει κανείς να μοχθεί», και υπήρξαν τόσοι πολλοί έξυπνοι φιλόσοφοι που δηλώνουν ορισμένα πράγματα τελείως άσχετα με τη ζωή. Δοκίμασαν να δώσουν σημαντικότητα, αλλά στην πραγματικότητα – μη διανοητικά, μη ιδεασμικά – η ζωή όπως είναι, όπως τη ζούμε κάθε μέρα, είναι αρκετά άσκοπη. Και δεν έχει νόημα, όχι επειδή εμείς σαν ανθρώπινα όντα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αταξίας, αλλά επίσης επειδή η ζωή μας είναι πολύ μονότονη. Περνάμε σε ένα γραφείο σαράντα χρόνια – ατέλειωτα εκτελώντας κάτι που έχει πολύ λίγο νόημα, και όπως βλέπουμε, εσωτερικά, η αταξία μεγαλώνει. Εξωτερικά προσπαθούν να εδραιώσουν την τάξη με την βοήθεια του νόμου, με την βοήθεια διαφόρων μορφών δικτατορίας, ελέγχοντας το μυαλό και τη συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων – προκαλώντας εξωτερικά, πολιτικά, οικονομικά, μια εικονικότητα τάξεως, αλλά εσωτερικά δεν υπάρχει καθόλου τάξη. Η τάξη συνεπάγεται μια πνευματική κατάσταση όπου δεν υπάρχει καθόλου ψυχική σύγκρουση, μια πνευματική κατάσταση που δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε προσωπική προτίμηση ή κλίση, ή δεν πιέζεται από εξωτερικές επιδράσεις του περιβάλλοντος. Και νομίζω πως τούτη η τάξη πρέπει να γεννηθεί χωρίς καμιά προσπάθεια, δεν μπορεί να προξενηθεί με θέληση, με εννοιολογική ή ιδεασμική προσπάθεια – στο συγχυσμένο μυαλό κάποιου, στη μιζέρια του, σε τούτη την ατελείωτη διαμάχη, τέτοια προσπάθεια δεν είναι δυνατό να προξενήσει τάξη, μπορεί μόνο ν’ αυξήσει τη σύγχυση.

Τι πρέπει να κάνει κανείς; Τι πρέπει να κάνει ένα ανθρώπινο ον που αναγνωρίζει πως είναι μπερδεμένος, αβέβαιος, πως ζει μια ζωή ρουτίνας, μιμούμενος, προσαρμοζόμενος σ’ ένα υπόδειγμα που έχει τεθεί από την κοινωνία, της οποίας ο ίδιος είναι μέρος – που όμως βλέπει την αναγκαιότητα του να υπάρχει τάξη μέσα του; Αν δεν υπάρχει εσωτερική τάξη – όση και να είναι η τάξη εξωτερικά – η εσωτερική αταξία σταθερά θα καταβάλλει την εξωτερική ανικανότητα της τάξης – νομίζω πως είναι αρκετά ξεκάθαρο. Πως μπορεί κανείς να επιφέρει την τάξη μέσα του;

Η τάξη σημαίνει μια πνευματική κατάσταση όπου δεν υπάρχει αντίφαση, κι επομένως διαμάχη – κι αυτό δε συνεπάγεται μια κατάσταση στασιμότητας ή παρακμής.

Η τάξη που είναι σύμφωνα με μια φόρμουλα, σύμφωνα με μια ιδέα ή έννοια, είναι μόνο αταξία. Εάν προσαρμοστεί ένα ανθρώπινο ον σ’ ένα υπόδειγμα σκέψης – ένα ιδανικό κάποιου πράγματος που θα έπρεπε να είναι – τότε απλά και μόνο μιμείται, προσαρμόζεται, πειθαρχεί και πιέζει τον εαυτό του να ταιριάξει σ’ ένα καλούπι. Όταν το κάνει αυτό – που στην κοινωνία εξαναγκάζεται να το κάνει για αιώνες και αιώνες, προσπαθώντας η κοινωνία να τον ελέγξει με την βοήθεια διαφόρων θρησκευτικών καθιερώσεων, με την βοήθεια νόμων κτλ. – τότε μέσα του προξενείται πάντα μεγάλη αταξία. Και νομίζω πως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τη σημερινή εξέγερση που συμβαίνει στον κόσμο. Οι νεότερες γενιές προσπαθούν να ξεφορτωθούν τις ιδέες, τους θεούς, τη συμπεριφορά της παλαιότερης γενιάς, τα πάντα απορρίπτονται, εξεγείρονται κατά της κοινωνίας, κατά της καθιερωμένης τάξης. Κι όμως και η τάξη που προσπαθούν να βρουν αργά-αργά προσαρμόζεται κι αυτή – κι επομένως δημιουργεί αταξία μέσα τους.

Έτσι το πρόβλημα είναι – δεν είναι; - πως θα επιφέρουμε μια ριζοσπαστική αλλαγή; - αυτή η ουσιαστική ανάγκη είναι φανερή. Αν υπάρχει ένα κίνητρο αλλαγής τότε είσαστε αλυσοδεμένοι ή δεσμευμένοι με το παρελθόν επειδή όλα τα κίνητρα έρχονται από το υπόβαθρο της προσδιορισμένης συμπεριφοράς κάποιου.

Όλοι συμφωνούμε, ακόμα κι αν μόνο διανοητικά, πως πρέπει να γίνει αλλαγή σε όλη τη δομή του νου, σε ολόκληρο το είναι. Και δοκιμάσαμε τόσους πολλούς τρόπους με τη βοήθεια της πειθαρχίας, της προσαρμογής, της υπακοής, με το να είμαστε οπαδοί ή δεχτήκαμε τη ζωή όπως είναι και τη ζήσαμε έντονα, κι αν είχε κάποιος ικανότητα, χρήματα, τότε όταν πρόκειται να πεθάνει λέει στον εαυτό του πως είχε μια καλή ζωή κι αυτό είναι το τέλος της υπόθεσης. Μπορεί να παραδεχόμαστε πως για να ζήσουμε πρέπει να έχουμε τάξη – επειδή χωρίς τάξη δεν υπάρχει γαλήνη – αλλά η τάξη που προέρχεται όταν ταυτίσει κανείς τον εαυτό του με μια έννοια, μια ιδέα, μια φόρμουλα, προξενεί μόνο μια απομόνωση. Μολονότι μπορεί να ταυτίσει κανείς τον εαυτό του με κάτι σαν τον εθνικισμό, ή με μια αντίληψη του θεού, αυτό προξενεί αποσύνδεση και σύγκρουση. Επομένως, το να ταυτίζει κανείς τον εαυτό του με μια ιδέα, με μία έννοια, δεν επιφέρει ριζοσπαστική αλλαγή.

Υπάρχουν τεράστιες τεχνολογικές αλλαγές που συμβαίνουν εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είμαι ο ίδιος όπως ήμουν για αιώνες, σε σύγκρουση, σε μιζέρια, σε πάλη με τον εαυτό μου και με άλλους – η ζωή μου είναι ένα πεδίο μάχης. Όλες οι σχέσεις μου βασίζονται σε εικόνες, που σχηματίζονται από τη σκέψη. Η ζωή μου είναι ένα πεδίο μάχης, θέλω να την αλλάξω, βλέπω πως δεν είναι δυνατό να ζήσω με γαλήνη μέσα μου, ή με την κοινωνία, αν δεν υπάρχει πλήρης τάξη – που σημαίνει πλήρης ελευθερία. Και δεν υπάρχει ελευθερία δια της σκλαβιάς σε μια ιδέα, ή στην παραδοχή μιας κάποιας θεολογίας, ή στην προσαρμογή σ’ ένα κάποιο υπόδειγμα που έχει τεθεί από την κοινωνία ή από τον εαυτό μου. Έτσι τι πρέπει να κάνω; Τι μπορώ σαν ένα ανθρώπινο ον – με εξαρτημένα αντανακλαστικά δια μέσου εκατομμυρίων ετών, με ένα εγκέφαλο που λειτουργεί μόνο σύμφωνα με υποδείγματα αυτό-διατήρησης, τούτη η αυτό-διατήρηση οδηγώντας όλο και περισσότερο σε αυτό-απομόνωση, κι επομένως σε όλο και περισσότερη σύγκρουση – να κάνω; 

Είναι φανερό πως δεν υπάρχει καμιά αυθεντία, κανείς δεν πρόκειται να μας πει τι να κάνουμε, κανείς παπάς, θεολόγος, δάσκαλος, βιβλίο, κόμμα, εξωτερικός παράγοντας δεν πρόκειται να μας πει τι να κάνουμε. Τους δοκιμάσαμε όλους αυτούς, και δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα, και δεν είχαν ποτέ. Μια και δεν υπάρχει αυθεντία πρέπει να βασιστώ τελείως στον εαυτό μου – όμως, ο «εαυτός μου» είναι μια μπερδεμένη οντότητα. Όσο περισσότερο απορρίπτω κάθε μορφή εξωτερικού παράγοντα που υποσχέθηκε να επιφέρει μια αλλαγή μέσα μου – όλες τις καθιερώσεις, όλους τους νόμους που με υποχρεώνουν να κάνω τούτο ή εκείνο – όσο περισσότερο τ’ απορρίπτω τόσο περισσότερο αντιλαμβάνομαι το τεράστιο πρόβλημα του εαυτού μου, που είμαι μπερδεμένος, αβέβαιος, σε άγνοια. Και όταν το αντιληφθεί κανείς αυτό, υπάρχει περισσότερος φόβος, περισσότερη απελπισία, και σαν αντίδραση μια αντιστροφή, και γίνεται κανείς μέλος διαφόρων οργανισμών, πολιτικών ή θρησκευτικών – αν ήταν κανείς καθολικός ή ορθόδοξος ή βρίσκει κανείς κάποια άλλη μορφή διασκέδασης χωρίς βασικά να λύνει καθόλου το πρόβλημα.

Έχει απορρίψει κανείς ολοκληρωτικά κάθε εξωτερική αυθεντία – αν έχει – και βρίσκει πως η αυθεντία είναι μια από τις αιτίες της αταξίας. Βλέπει κανείς πως ακολούθησε έναν αποκαλούμενο φιλόσοφο, δάσκαλο, σωτήρα, από φόβο – όχι από αγάπη. Αν είχε κανείς αγάπη, δε θ’ ακολουθούσε κανένα. Η αγάπη δεν έχει καθήκοντα, ευθύνη, δεν υπακούει. Γίνεται κανείς οπαδός, δέχεται, υπακούει, ουσιαστικά επειδή υπάρχει φόβος – φόβος του να μη φτάσει, του να πάει στραβά, κτλ., μια ντουζίνα μορφών φόβου. Εσωτερικά, το ν’ απορρίψετε την αυθεντία τελείως – την αυθεντία ενός άλλου κι επίσης την αυθεντία των δικών σας εννοιών, της δικιάς σας εμπειρίας του παρελθόντος – είναι ασυνήθιστα δύσκολο πράγμα. Είναι αρκετά εύκολο το ν’ αρνηθείτε την αυθεντία της κοινωνίας – οι μοναχοί το έχουν κάνει με διάφορους τρόπους, και η μοντέρνα νεότερη γενιά το κάνει με διαφορετικό τρόπο – αλλά το ν’ απορρίψει κανείς την αυθεντία της ίδιας του της προσδιορισμένης συμπεριφοράς – της δικιάς του εμπειρίας, την αυθεντία του παρελθόντος του, απ’ όπου προέρχεται κανείς και που γίνεται ανώτατη εξουσία – είναι πολύ δύσκολο. Και το ν’ απορρίψετε αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό, επειδή τούτο είναι αυτό που δημιουργεί εξωτερική εξουσία, κι επίσης προκαλεί φόβο – επειδή θέλει κανείς να είναι βέβαιος, σίγουρος, ασφαλής.

Έτσι, η ελευθερία από την αυθεντία, που σημαίνει ελευθερία από το φόβο, από τον ψυχολογικό φόβο, είναι σίγουρα η πρώτη αξίωση για την τάξη; Δεν είναι δυνατό να είναι κανείς ελεύθερος, ολοκληρωτικά από το φόβο – και στο συνειδητό καθώς και στο ασυνείδητο επίπεδο; Και υπάρχει καθόλου τέτοιο πράγμα σαν το ασυνείδητο; Έχουμε δεχτεί την ιδέα του ασυνείδητου σα μέρος από μας – αλλά υπάρχει τέτοιο πράγμα; Διότι, διερευνώντας τώρα αυτό το ερώτημα του αν είναι δυνατό κανείς να είναι απολύτως ελεύθερος από φόβο, είναι φανερό πως πρέπει να εξετάσει τούτο το ερώτημα του ασυνείδητου.

Όπως λένε, το ασυνείδητο είναι το παρελθόν, η φυλετική κληρονομιά, η αποθήκη όλης της ανθρώπινης προσπάθειας – βρίσκεται σ’ ένα πολύ βαθύ επίπεδο μέσα στον καθένα μας. Πως μπορεί ν’ ανακαλύψει ο συνειδητός νους αυτή την αποθήκη, όλα αυτά τα κρυμμένα που έχουμε δεχτεί; Πως θα μπορέσουμε να εξετάσουμε με το συνειδητό νου κάτι που είναι ασυνείδητο; Λένε πως το εξετάζετε με την βοήθεια της ανάλυσης – πηγαίνοντας σ’ έναν εμπειρογνώμονα, σ’ έναν ψυχαναλυτή – δηλαδή, αν έχετε τα χρήματα κι αισθάνεστε αρκετά νευρωτικοί για να πάτε σε αυτόν. Τώρα, πως θα εξετάσετε εσείς σαν ανθρώπινο ον κάτι για το οποίο δεν ξέρετε τίποτα, εκτός από λεκτικά; Μπορεί ο συνειδητός νους να διερευνήσει, ν’ ανακαλύψει το ασυνείδητο – ή μπορεί μόνο ν’ ανακαλύψει με τα όνειρα, τους υπαινιγμούς, μια σποραδική αναλαμπή αυτού του πράγματος, που ονομάζεται το ασυνείδητο; Μπορεί ο παρατηρητής, που είναι ο ψυχαναλυτής, που είναι μέρος της και όχι χωρισμένος από τη δομή, να εξετάσει το άλλο μέρος της και όχι χωρισμένος από τη δομή, να εξετάσει το άλλο μέρος της δομής; Αυτό που μπορεί να εξετάσει είναι το δικό του μέρος κι όχι ολόκληρη η δομή. Μπορεί να προσπαθήσει ν’ αναλύσει το ασυνείδητο προσέχοντας κάθε κίνηση της σκέψης, κάθε κίνητρο, κάθε όνειρο. Και για να το κάνει αυτό χρειάζεται χρόνος. Μπορείτε να περάσετε όλη σας τη ζωή αναλύοντας. Κι αν στην ανάλυσή σας δεν είσαστε εξαιρετικά ακριβείς, η επόμενη ανάλυση σας θα είναι λαθεμένη. Χρειάζεται χρόνος – και είναι ο χρόνος το όργανο που θα φέρει ελευθερία, κι επομένως τάξη; - ο χρόνος όντας η απόσταση ανάμεσα στον ψυχαναλυτή, και το αναλυόμενο, και το αντικείμενο που θα κερδηθεί στο τέλος της ανάλυσης. Για να καλυφθεί αυτό το διάστημα ανάμεσα στον παρατηρητή και το έσχατο τέλος όπου θα είναι ολοκληρωτικά ελεύθερος – αυτή η απόσταση είναι χρόνος. Αυτό το διάστημα, η προοδευτική διαδικασία, είναι χρόνος – θα φέρει ο χρόνος ελευθερία και τάξη;

Ζήσαμε χιλιάδες χρόνια μ’ αυτό το τρόπο και δεν ξεφύγαμε από την παγίδα. Βγαίνουμε από την παγίδα, μόνο για να πέσουμε σε μια άλλη. Βλέπει κανείς πως όσο υπάρχει φόβος, σ’ οποιοδήποτε επίπεδο συνείδησης, πρέπει να υπάρχουν συνεχώς παγίδες και αυθεντίες. Κι έτσι το ασυνείδητο γίνεται εξαιρετικά σημαντικό – δηλαδή, όταν λέτε πως ο χρόνος είναι αναγκαίος για να επέλθει αλλαγή, τότε έχετε όλα τούτα τα μπερδεμένα προβλήματα κι επομένως απολύτως κανένα τέλος στο πρόβλημα. Αλλά αν αρνείστε το χρόνο, δηλαδή – απολύτως κανένα αύριο, ψυχολογικά, που σημαίνει στην πραγματικότητα, κανένα αύριο σαν ευχαρίστηση – δεν υπάρχει προοδευτικό ξεδίπλωμα του συνειδητού ή του ασυνείδητου. Αν αρνηθείτε το χρόνο δεν υπάρχει απόκτηση αρετής, δεν υπάρχει επίτευγμα, δεν υπάρχει αύριο. Που δε σημαίνει, αν πείτε: «δεν υπάρχει αύριο», πως βρίσκεται κανείς σε απελπισία. Αλλά αν πράγματι καταλαβαίνετε τούτο όλο το θέμα, τότε, όταν ο νους ελευθερωθεί από το χρόνο το ερώτημα του φόβου γίνεται κάτι τελείως διαφορετικό. Τότε ο νους βρίσκεται σε άμεση επαφή μ’ αυτό το πράγμα που ονομάζεται φόβος – δεν υπάρχει διάστημα χώρου ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο, το φόβο. Λέει κανείς: «φοβάμαι», φοβάμαι το γείτονα μου, τον θάνατο, το πως δεν θα έχω επιτυχία – δηλαδή, είμαι διαφορετικός από το φόβο. Κι όταν υπάρχει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο, τότε υπάρχει μια δράση του κα κάνει κανείς κάτι για το παρατηρούμενο. Όταν λέω: «φοβάμαι», τότε θέλω να κάνω κάτι γι’ αυτό το φόβο, θέλω να τον ελέγξω, θέλω να τον διαμορφώσω, θέλω να τον ξεφορτωθώ, θέλω να ξεφύγω απ’ αυτόν, που σημαίνει πως είμαι διαφορετικός απ’ αυτό το φόβο. Αλλά είμαι αυτός ο φόβος, αυτός ο φόβος κι εγώ είμαστε μέρος της όλης δομής της ζωής.

Ας το θέσουμε διαφορετικά. Όλες οι σχέσεις ανάμεσα στ’ ανθρώπινα όντα βασίζονται σε εικόνες. Έχετε μια εικόνα για το φίλο σας, ή τη γυναίκα σας, ή το σύζυγό σας, κι αυτός έχει ή αυτή έχει μια εικόνα για σας, η σχέση είναι ανάμεσα σ’ αυτές τις εικόνες – τούτο είναι φανερό. Οι εικόνες έχουν συναρμολογηθεί από τη σκέψη, από διάφορες μορφές προσβολών, ευχαριστήσεων, πόνων, όλα τα συναφή, ανάμεσα στ’ ανθρώπινα όντα. Η σχέση είναι μόνο ανάμεσα στις εικόνες. Όταν δεν υπάρχουν καθόλου εικόνες, τότε υπάρχει μια πραγματική σχέση – τότε βρίσκεστε άμεσα σε επαφή. Που σημαίνει πως υπάρχει η απουσία της σκέψης, του «εμένα», της μνήμης – που στην πραγματικότητα ανήκει στο παρελθόν. Επομένως αντιμετωπίζετε κάτι που είναι άμεσο – κι επειδή έχει κανείς εξαλείψει τη σύγκρουση, έχει τρομακτική ενέργεια.

Όταν απορρίπτει κανείς ή βάζει ένα τέλος ή σταματά τον χρόνο, τότε υπάρχει μόνο το γεγονός του φόβου – επομένως δεν υπάρχει φυγή από τον φόβο, δεν υπάρχει έλεγχος, δεν υπάρχει εξιδανίκευση. Όταν αυτό είναι ένα γεγονός, τότε επέρχεται μια τρομακτική αλλαγή. Δηλαδή, όταν δεν υπάρχει πλέον ο παρατηρητής – η οντότητα που λέει: «εγώ φοβάμαι», τότε το «εγώ» όντας ξεχωριστό από το φόβο – τότε, δεν υπάρχει καθόλου φόβος.

Έτσι έχει μάθει κανείς να παρατηρεί χωρίς ολόκληρη τη διαδικασία της νόησης, χωρίς να τεθεί σε κίνηση η σκέψη. Γιατί η σκέψη είναι η ανταπόκριση της μνήμης, της γνώσης, της εμπειρίας από το παρελθόν. Η σκέψη είναι πάντα παλιά και δεν μπορεί να είναι καινούρια. Υπάρχει μόνο μια καινούρια κατάσταση ύπαρξης όπου η σκέψη, έχοντας τελείως κατανοηθεί, φτάνει σ’ ένα τέλος – αυτή είναι η βασική αλλαγή. Η σκέψη αναζητώντας πάντα από το παρελθόν τη δική της ασφάλεια, δημιούργησε το φόβο. Βασικά αναζητάμε ασφάλεια συσχετισμένη με το παρελθόν – είχα πόνο, δεν θέλω πόνο, υπήρξα ευτυχισμένος, πρέπει να είμαι ευτυχισμένος στο μέλλον, είχα ευχαρίστηση, πρέπει να υπάρξει περισσότερη ευχαρίστηση. Η σκέψη, ούσα παλιά, λειτουργεί σε τούτη την αναζήτηση μόνο για ασφάλεια. Κι αν παρατηρήσει κανείς τον εαυτό του προσεκτικά, θα δει πως όλη η δυσαρέσκεια που έχει μεταβάλλεται σε κάποια δηλητηριώδη ικανοποίηση, την ασφάλεια.

Είναι η σκέψη που δημιουργεί το διάστημα του χρόνου που προξενεί την αταξία. Αλλά αν βλέπει κανείς κάτι, στ’ αλήθεια καθαρά, όταν απουσιάζει η σκέψη, το κάνει αυτό αμέσως, δεν υπάρχει διάστημα χρόνου – το να το βλέπει κανείς είναι το να κάνει. Για να δει πολύ καθαρά, χωρίς καμία σύγχυση, ο νους πρέπει να είναι τελείως σιωπηλός. Αν θέλω να σε δω ή να σε καταλάβω, είναι ολοφάνερο πως ο νους μου πρέπει να σταματήσει να φλυαρεί. Στην κατάσταση του ακατάπαυστου μονόλογου, της διανοητικής συζήτησης, της φλυαρίας, δεν είναι δυνατό να δει κανείς τίποτα καθαρά. Μόνο όταν ο νους είναι ήσυχος μπορείτε πράγματι να δείτε καθαρά  - αλλά δεν μπορείτε να κάνετε το νου να σιγήσει με βία, με πειθαρχία.

Η ησυχία του νου έρχεται μόνο όταν βλέπετε όλες τις επιπτώσεις του φόβου, της αυθεντίας, του χρόνου και το χωρισμό ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο – όταν βλέπετε όλη τη δομή. Για να δει την όλη δομή, ολοφάνερα ο νους σας πρέπει να είναι ήσυχος, πρέπει να μάθει κανείς πως να κοιτάζει – όχι στα πιο σύνθετα πράγματα, αλλά μόνο να κοιτάζει χωρίς καμία κίνηση της σκέψης, μόνο να κοιτάζει.

Όταν βλέπει κανείς εξωτερικά κι εσωτερικά όλη τούτη την αταξία, τη σύγχυση, τη μιζέρια, τη μοναξιά και την απόλυτη έλλειψη νοήματος της ζωής όπως τη ζούμε – μπορεί να επινοήσει κανείς ασυνήθιστες ιδέες γι’ αυτήν, αλλά είναι απλές επινοήσεις, θεωρίες. Αλλά όταν καταλαβαίνετε όλη τη φύση του χρόνου και της σκέψης και την απορρίπτετε, τότε δεν υπάρχει ανάγκη αναζήτησης μιας σπουδαιότητας στη ζωή. Τότε υπάρχει μια αρκετά διαφορετική κατάσταση – που δεν προξενείται από τη σκέψη  - που ολοφάνερα δεν μπορεί να εξηγηθεί με λέξεις. Όσο περισσότερο το εξηγείτε με λέξεις τόσο λιγότερο είναι. Αλλά να το ανακαλύψει πράγματι κανείς επειδή έχει παρατηρήσει – αυτή η κατάσταση του νου, βέβαια, είναι ο απελευθερωμένος νους. Δεν έχει να κάνει τίποτα μ’ οποιοδήποτε οργανωμένο πιστεύω και δόγμα.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Τάξη και ιδεασμός


n  Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την αντίληψη είναι η ιδέα. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο γεγονός και την ιδέα, την εντύπωση για το γεγονός;

Πως βλέπουν οι ειδικοί την αντίληψη, το κοίταγμα, το γεγονός;

n  Λένε ότι η συνείδηση ενεργεί μέσα από τα αισθητήρια όργανα. Βλέπει ένα αντικείμενο. Η συνείδηση παίρνει τη μορφή του αντικειμένου. Είναι σαν το νερό που παίρνει το σχήμα του δοχείου. Αυτό είναι αντίληψη.

Τι είναι για σας η αντίληψη, το κοίταγμα, το να δεις; Βλέπετε το κομοδίνο, έχετε την εικόνα του κομοδίνου, επομένως, το αναγνωρίζετε σαν κομοδίνο. Όταν βλέπετε αυτό το έπιπλο, έχετε πρώτα την εικόνα ή πρώτα βλέπετε, έχετε την εικόνα και μετά αναγνωρίζετε;

n  Η εικόνα γεννιέται ακαριαία, μετά το ονομάζουμε κομοδίνο. Υπάρχει το κοίταγμα και η άμεση ονομασία.

Επομένως, δεν έχω την εικόνα πρώτα. Υπάρχει το κοίταγμα, ο συνειρμός, η αναγνώριση, η ονομασία. Δεν αρχίζω με την ονομασία, με την εικόνα. Αυτό είναι αρκετά απλό. Βλέπω εσάς σήμερα το πρωί. Σας είδα χθές, και επομένως, υπάρχει μια εικόνα για σας. Ώστε, αυτή η εικόνα είστε εσείς. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο φυσικό αντικείμενο της αντίληψης και τη νοητική εικόνα της αντίληψης;

n  Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο. Το ένα είναι καθαρά μια εικόνα ενός σχήματος όπως στην περίπτωση του αντικειμένου, το άλλο είναι μια εικόνα δημιουργημένη από αντιδράσεις, που δεν είναι απλώς σχήμα και μορφή.

Ας πάρουμε κάτι απλό. Βλέπετε ένα φίδι. Τα εγκεφαλικά κύτταρα είναι διαμορφωμένα ως προς τα φίδια, ξέρουν ότι τα φίδια είναι επικίνδυνα. Ο εγκέφαλος είναι διαμορφωμένος από την παιδική ηλικία σχετικά με τον κίνδυνο του φιδιού και γι’ αυτό αντιδρά. Το μικρό παιδί μη ξέροντας τον κίνδυνο, μπορεί να μην αντιδράσει, αλλά η μητέρα του πάει και του το λέει. Το κομοδίνο, η ονομασία του, έχει σχηματίσει μια εικόνα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Έτσι λέω αυτό είναι κομοδίνο. Τα εγκεφαλικά κύτταρα έχουν διαμορφωθεί από ένα ορισμένο περιβάλλον να το ονομάζουν κομοδίνο.

n  Επομένως, το ζήτημα είναι ότι, πριν δούμε το γεγονός, γεννιέται η ιδέα-εικόνα για το γεγονός που μπορεί να μην είναι αναγκαστικά πραγματική.

Λέτε ότι όταν νιώθει κανείς θυμό, μετά έρχεται η ονομασία του αισθήματος και η ονομασία αυτή δυναμώνει το παρελθόν;

n  Συναντώ τον αδελφό μου. Έχουμε μαλώσει και είμαι επιφυλακτικός όταν τον συναντώ την επόμενη φορά. Ώστε είμαι εντελώς ανίκανος να τον δω. Βλέπω μόνο την ιδέα.

Υπάρχει βία, θυμός. Τη στιγμή του θυμού δεν υπάρχει ονομασία. Μια στιγμή αργότερα, το ονομάζω θυμό. Η ονομασία αυτού του αισθήματος – θυμός – καταγράφει αυτό το γεγονός και δυναμώνει το παρελθόν, τη μνήμη, που έχει αναγνωρίσει αυτό το αίσθημα σαν θυμό.

n  Αυτό είναι κάτι διαφορετικό από την ονομασία.

Ερχόμαστε και σε αυτό. Υπάρχει το κομοδίνο, υπάρχει το πρόσωπο, μετά όλες οι συγκινησιακές αντιδράσεις. Είμαι θυμωμένος, τη στιγμή του θυμού δεν υπάρχει ονομασία, μια στιγμή αργότερα υπάρχει ονομασία. Γιατί ονομάζουμε; Γιατί λέμε «είμαι θυμωμένος»; Γιατί υπάρχει η ανάγκη να το βάλουμε σε λέξεις; Ή μήπως είναι απλώς συνήθεια, μια άμεση αντίδραση;

n  Αρχίζει ένας αμυντικός μηχανισμός. Η ίδια η αναγνώριση δημιουργεί μια κατάσταση που λέει «δεν θέλω να έλθω σε σύγκρουση».

Αυτό είναι το ένα μέρος του πράγματος – η ονομασία σαν διαδικασία αυτοάμυνας. Γιατί δίνουμε όνομα σε κάποια αντίδραση;

n  Διαφορετικά, δε θα ένιωθε κανείς ότι υπάρχει.
n  Αν δεν έδινα όνομα, δεν θα υπήρχε συνέχιση.

Γιατί ο νους δίνει συνέχιση;

n  Για να νιώθει ότι υπάρχει.

Τι υπάρχει – το αίσθημα, ο θυμός; Γιατί έχει πάρει η ονομασία τόση σπουδαιότητα; Ονομάζω το σπίτι μου, τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Η ονομασία δυναμώνει το εγώ. Αν δεν ονόμαζα τι θα συνέβαινε; Ο θυμός θα τελείωνε. Γιατί θα πρέπει να υπάρχει συνέχιση; Γιατί ο εγκέφαλος, ο νους, λειτουργούν στη συνέχιση; Γιατί υπάρχει αυτή η λεκτικοποίηση όλη την ώρα;

n  Η λεκτικοποίηση εξασφαλίζει ότι θα υπάρχει κάποιο κατάλοιπο.

Γιατί το κάνουμε αυτό; Μπορεί να είναι μια συνήθεια, ένας τρόπος να δίνουμε συνέχιση σ’ ένα αίσθημα θυμού και να μην το τελειώνουμε. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο νους χρειάζεται απασχόληση. Λοιπόν; Γιατί ο νους απαιτεί να ασχολείται με το θεό, το χρήμα; Γιατί;

n  Ο νους διεγείρεται όλη την ώρα. Αν δεν υπήρχαν ερεθίσματα, ο νους θα αποκοιμιόταν.

Αλήθεια; Μήπως αυτή ακριβώς η απασχόληση αποκοιμίζει το νου;

n  Γιατί ο νους αδρανοποιείται όταν δεν είναι απασχολημένος.

Αντίθετα, τη στιγμή που αρχίζουμε να ερευνούμε γιατί να υπάρχει αυτή η ανάγκη για οποιαδήποτε είδους απασχόληση, ο νους είναι κιόλας ολοζώντανος.

n  Η απλή έλλειψη απασχόλησης δεν είναι αρκετή.

Φυσικά. Υπάρχουν πολλοί που γίνονται όλο και πιο νωθροί κάθε μέρα όταν δεν έχουν καμιά απασχόληση. Αλλά το ερώτημα είναι γιατί ο νους θέλει να είναι απασχολημένος. Αλλιώτικα, θ’ αποκοιμηθεί; Ή μήπως είναι ο φόβος του κενού που κάνει το νου να θέλει να είναι απασχολημένος; Ερευνώ. Στην έρευνα ο νους δεν θα αποκοιμηθεί. Και μόνο ο νους που δεν είναι απασχολημένος μπορεί να ερευνήσει. Έτσι οι πιο πολλοί από μας πέφτουν στις συνήθειες που μας εμποδίζουν να βλέπουμε. Εγώ είμαι χριστιανός και για όλη την υπόλοιπη ζωή μου είμαι χριστιανός. Εσύ είσαι μουσουλμάνος και για όλη την υπόλοιπη ζωή σου είσαι μουσουλμάνος. Αλλά αν ρωτήσω τον εαυτό μου γιατί είμαι χριστιανός, ανοίγω την πόρτα στην έρευνα. Επομένως η ονομασία μπορεί να είναι μέρος αυτού του φόβου του ότι δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.

n  Είναι ο φόβος να εγκαταλείψουμε την ακτή του γνωστού.

Αυτό είναι όλο. Ώστε, μπορεί ο νους, τα εγκεφαλικά κύτταρα, μπορούν να παρατηρούν την αντίδραση που ονομάζουμε θυμό, να μην την ονομάζουν κι έτσι να την τελειώνουν; Αν το κάνει αυτό, δεν υπάρχει μεταφορά. Όταν την επόμενη φορά γεννιέται η αντίδραση, που έχω ονομάσει θυμό, θα έχει εντελώς διαφορετική σημασία, εντελώς διαφορετική ποιότητα.

n  Η δυσκολία μας είναι ότι συναντούμε το θυμό με την ιδέα.

Γιατί έχουμε ιδέες, θεωρίες; Ας αρχίσουμε ξανά. Ξέρουμε το θυμό, την ονομασία, τη διαμορφωμένη, προκαθορισμένη αντίδραση. Λοιπόν, βλέπουμε ότι η ονομασία είναι ένας παράγοντας που δίνει συνέχιση στο θυμό. Βλέπω την αλήθεια ότι με την ονομασία δίνουμε συνέχιση. Έτσι δεν ονομάζω. Όπως βλέπω τον κίνδυνο του φιδιού και δεν το αγγίζω, έτσι δεν αγγίζω ούτε αυτό. Βλέπω ότι η ονομασία του γεγονότος δίνει συνέχιση σε κάτι που εγώ ονόμασα θυμό κι έτσι η ονομασία δίνει διάρκεια. Επομένως, η ονομασία τελείωσε. Επομένως ο θυμός υφίσταται μεταβολή.

n  Φαίνεται ότι κατά τη στιγμή που είμαστε ικανοί να παρατηρήσουμε το θυμό, ο θυμός εξαφανίζεται κι ο θυμός υπάρχει τη στιγμή που δεν είμαστε ικανοί να τον παρατηρήσουμε.

Όχι. Με αποκαλείς βλάκα. Θυμώνω. Δεν μ’ αρέσει να με αποκαλείς βλάκα. Το βλέπω αυτό. Βλέπω την απατηλότητα της ονομασίας. Επομένως που είναι η αντίδραση; Αυτό συμβαίνει άμεσα, στιγμιαία. Αντί να ονομάσω, συμβαίνει αυτό κι επομένως, δεν υπάρχει καθόλου πλήγωμα. Έχουμε τις ιδέες πρώτα και μετά την αντίληψη, τη δράση.

n  Αντί για μια πράξη αντίληψης έχουμε τη βαθιά μας διαμόρφωση και εξάρτηση. Όλα αυτά μαζί, το πολιτιστικό, το κοινωνιολογικό, το ανθρωπολογικό, είναι ένα έτοιμο πλαίσιο αναφοράς που μας δίνει μια αίσθηση ασφάλειας.

Γιατί το κάνετε αυτό;

n  Ανατραφήκαμε μ’ αυτόν τον τρόπο.

Αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν ξέρετε γιατί το κάνετε αυτό; Ξέρουμε ότι είναι ωφέλιμο οικονομικά και κοινωνιολογικά. Υπάρχει ακόμα η νοοτροπία της ομάδας. Αυτό είναι φοβερά σημαντικό. Κάντε το βήμα και βγείτε έξω από τις θεωρίες, τα υποδείγματα του χριστιανισμού, του βουδισμού, του ισλάμ, και τότε θα δείτε τι θα συμβεί. Προσωπικά δεν έχω καμιά θεωρία, κανένα τύπο. Εσείς γιατί έχετε; Οι θεωρίες που είναι μοντέλα, σας δίνουν ασφαλή καθοδήγηση στη δράση. Χαράζουμε πρώτα τη γραμμή και σύμφωνα μ’ αυτήν ενεργούμε και σ’ αυτό υπάρχει ασφάλεια. Ώστε ο φόβος της ανασφάλειας πρέπει να είναι μια από τις αιτίες για την οποία έχουμε θεωρίες, ιδέες. Ο νους θέλει να είναι σίγουρος. Τα εγκεφαλικά κύτταρα λειτουργούν μόνο όταν υπάρχει απόλυτη τάξη. Και στη θεωρία, στον τύπο υπάρχει απόλυτη τάξη.

n  Εννοείτε ότι έκ φύσεως έχουμε μια έμφυτη επιθυμία για τάξη;

Ακόμα και φυσιολογικά, αν δεν έχω έναν ορισμένο τύπο τάξης, ο οργανισμός επαναστατεί. Η τάξη είναι απολύτως αναγκαία, ουσιαστική. Οι τύποι είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να έχουμε τάξη. Δεν προσέξατε ότι πριν αποκοιμηθείτε, τα εγκεφαλικά κύτταρα αποκαθιστούν την τάξη; «Δεν έπρεπε να το είχα κάνει αυτό, δεν έπρεπε να είχα πει το άλλο». Και όταν αποκοιμηθείτε, αν εσείς δεν αποκαταστήσετε την τάξη, ο εγκέφαλος δημιουργεί τη δική του τάξη. Όλα αυτά είναι γεγονός. Τα εγκεφαλικά κύτταρα απαιτούν τάξη και ασφάλεια. Και οι τύποι είναι ένας από τους πιο ασφαλείς τρόπους να οργανώσει κανείς τη ζωή του χωρίς αταξία. Οι τύποι είναι αναγκαίοι για ένα νου που θέλει τάξη, που ελπίζει να βρει τάξη. Τι συμβαίνει; Ελπίζει να βρει τάξη στη φυλετική νοοτροπία – η φυλή του έθνους – και αν κάνετε έναν βήμα και βγείτε έξω από αυτά, υπάρχει κίνδυνος. Επομένως το να ονομάζεις τον εαυτό σου Έλληνα κτλ, σημαίνει να είσαι ασφαλής. Εφόσον ανήκω σε μία ομάδα είμαι ασφαλής. Λοιπόν, τι συμβαίνει όταν εσείς έχετε τους δικούς σας τύπους κι’ εγώ τους δικούς μου; Είμαι χριστιανός κι εσείς είστε μουσουλμάνοι. Υπάρχει διαίρεση, επομένως ανασφάλεια. Τα εγκεφαλικά κύτταρα απαιτούν ασφάλεια, τάξη, γιατί θέλουν να έχουν αρμονία. Χρησιμοποιούν τους τύπους σαν μέσο για την τάξη. Αλλά η αναζήτηση της τάξης μέσα από τύπους, δημιουργεί διαίρεση, αταξία. Μόλις δω τον πραγματικό κίνδυνο, τι συμβαίνει; Τότε δεν αναζητώ ασφάλεια στον τύπο, τότε ερευνώ αν υπάρχει ασφάλεια σε οποιαδήποτε άλλη διεύθυνση, αν υπάρχει καν τέτοιο πράγμα που ονομάζεται ασφάλεια.

n  Αλλά ο εγκέφαλος χρειάζεται ασφάλεια.

Ο εγκέφαλος πρέπει να έχει τάξη.

n  Η τάξη δεν είναι ασφάλεια;

Η τάξη είναι ασφάλεια, η τάξη είναι αρμονία, αλλά η ίδια η αναζήτηση της τάξης καταλήγει σε αταξία. Επομένως, βλέποντας το, πετάω όλους τους τύπους. Δεν είμαι πια χριστιανός, μουσουλμάνος, βουδιστής. Πετάξτε τα όλα αυτά. Αυτή η απόρριψη είναι νοημοσύνη. Στην ίδια την απόρριψη ο νους έχει γίνει πολύ νοήμων. Η νοημοσύνη είναι τάξη. Δεν ξέρω αν το βλέπετε αυτό. Στον φωτισμό υπάρχει τάξη. Επομένως ο εγκέφαλος μπορεί να λειτουργεί σε τέλεια κατάσταση. Τότε η σχέση έχει μια εντελώς διαφορετική σημασία. Τα εγκεφαλικά κύτταρα αναζητούν την αταξία. Δεν βλέπουν τη φύση της αταξίας. Δεν καταλαβαίνουν τι είναι αταξία. Και μόνο όταν τα εγκεφαλικά κύτταρα απορρίψουν τη φυλετική νοοτροπία, τους τύπους, τότε σ’ αυτή την ίδια την απόρριψη γεννιέται η νοημοσύνη, που είναι τάξη.