Νωρίς
ένα πρωί, όταν η καταιγίδα σταμάτησε, ξεκινήσαμε για την ύπαιθρο – που ήταν
σχεδόν επίπεδη μέχρι και τους πρόποδες του βουνού. Ο δρόμος περνούσε από πολλά
χωριά και αγροκτήματα. Ήταν φθινόπωρο και κατά μήκος του δρόμου τα πεσμένα ξερά
φύλλα των δέντρων έδιναν ξέχωρους χρωματισμούς.
Το
αυτοκίνητο έτρεχε ομαλά. Ακουγόταν ο βόμβος του κινητήρα και το βούισμα των
ελαστικών πάνω στον δρόμο, κι όμως, υπήρχε μια εξαιρετική σιωπή παντού, ανάμεσα
στα δέντρα, στο ποτάμι, και πάνω από την υγρή γη.
Ο
νους είναι σιωπηλός μόνο με την αφθονία της ενέργειας, όταν υπάρχει εκείνη η
προσοχή στην οποία κάθε αντίφαση, κάθε τράβηγμα της επιθυμίας προς διαφορετικές
κατευθύνσεις έχει πάψει. Ο αγώνας της επιθυμίας να είναι σιωπηλή, δεν φέρνει
την σιωπή. Η σιωπή δεν μπορεί να εξαγοραστεί με οποιαδήποτε μορφή
καταναγκασμού, δεν είναι η ανταμοιβή της καταπίεσης, ούτε και της εξύψωσης.
Αλλά ο νους που δεν είναι σιωπηλός, δεν είναι ποτέ ελεύθερος – και είναι μόνον
που στον σιωπηλό νου ανοίγονται οι κόσμοι.
Η
ευδαιμονία που ο νους αναζητά δεν μπορεί να βρεθεί με την αναζήτηση, ούτε
βρίσκεται στην πίστη. Μονάχα ο σιωπηλός νους μπορεί να δεχτεί εκείνη την
ευλογία που δεν ανήκει ούτε στην εκκλησία ούτε στην πίστη. Για να είναι
σιωπηλός ο νους, όλες οι αντιφατικές πλευρές του πρέπει να ενωθούν και να
συγχωνευτούν στην φλόγα της κατανόησης. Ο σιωπηλός νους δεν είναι ο νους που
συλλογίζεται. Για να συλλογιστεί, θα πρέπει να υπάρξει ο παρατηρητής και το
παρατηρούμενο, ο πειραματιζόμενος, που τον βαραίνει το παρελθόν.
Στον
σιωπηλό νου δεν υπάρχει κέντρο όπου να γίνεσαι, ή να είσαι, ή να σκέφτεσαι.
Κάθε επιθυμία είναι αντίφαση, γιατί κάθε κέντρο επιθυμίας αντιτίθεται σ’ ένα
άλλο κέντρο. Η σιωπή του ακέραιου νου είναι στοχασμός.